Ο πολιτικός της συμφιλίωσης
Ο Παύλος Μπακογιάννης, γεννημένος στις 10 Φεβρουαρίου 1935 στην Ευρυτανία, μεγάλωσε σε μια περιοχή που υπήρξε θέατρο σφοδρών μαχών κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Αυτή η εμπειρία άφησε ανεξίτηλα σημάδια στην ψυχή του, καθώς έζησε τον πόλεμο σε μια ευαίσθητη ηλικία. Σπούδασε πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στη Δυτική Γερμανία, όπου ανακηρύχθηκε διδάκτορας Κοινωνικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντίας.
Η δημοσιογραφία ήταν το πάθος του, και υπηρέτησε το επάγγελμα σε δύσκολες εποχές. Διετέλεσε διευθυντής στο ελληνόφωνο πρόγραμμα της Ραδιοφωνίας της Βαυαρίας για δέκα χρόνια, το οποίο αναμεταδιδόταν στην Ελλάδα μέσω της «Ντόιτσε Βέλε». Κατά την περίοδο της χούντας, του αφαιρέθηκε η ελληνική υπηκοότητα και του παραχωρήθηκε πολιτικό άσυλο στη Δυτική Γερμανία.
Μετά τη μεταπολίτευση, επέστρεψε στην Ελλάδα και ανέλαβε θέση αναπληρωτή γενικού διευθυντή της ΕΙΡΤ (νυν ΕΡΤ). Εργάστηκε ως πολιτικός σχολιαστής στην εφημερίδα «Το Βήμα» και συνεργάστηκε με ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς του εξωτερικού. Ως πολιτικός σύμβουλος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, υπήρξε πρωτεργάτης της πολιτικής του κόμματος για την εθνική συμφιλίωση.
Εξελέγη βουλευτής τον Ιούνιο του 1989, εκπροσωπώντας τη Νέα Δημοκρατία στην Ευρυτανία, αλλά λίγους μήνες αργότερα, στις 26 Σεπτεμβρίου, θα γινόταν θύμα δολοφονίας.
Μέχρι τη συγκεκριμένη ημερομηνία, η «17 Νοέμβρη» δεν είχε εκτελέσει πολιτικό. Ωστόσο, το πρωί εκείνης της ημέρας, ο Μπακογιάννης, που δεν φοβόταν και δεν πίστευε ότι θα γινόταν στόχος, δέχθηκε αλλεπάλληλους πυροβολισμούς από μέλη της οργάνωσης καθώς έφτανε στο γραφείο του στην οδό Ομήρου 35 στο Κολωνάκι.
Λίγα λεπτά πριν τις 8 το πρωί, ο Μπακογιάννης μπήκε στην πολυκατοικία, κρατώντας φακέλους στα χέρια του. Είχε δώσει άδεια στον προσωπικό του φρουρό, καθώς ήθελε να ξεκουραστεί μετά από μια κουραστική νύχτα. Στην είσοδο του ασανσέρ, δέχθηκε τους πυροβολισμούς, σχεδόν εξ επαφής, από πίσω και αριστερά.
Οι δράστες χρησιμοποίησαν το γνωστό 45άρι της οργάνωσης, το ίδιο όπλο που είχε χρησιμοποιηθεί σε άλλες δολοφονίες. Την ώρα που οι δράστες απομακρύνονταν, ένας αστυνομικός που περνούσε άκουσε τις φωνές μιας γυναίκας και άρχισε να καταδιώκει έναν από αυτούς. Δυστυχώς, έκανε ένα καθοριστικό λάθος: έσκυψε να μαζέψει την προκήρυξη που είχε αφήσει ο δράστης, χάνοντας έτσι την ευκαιρία να τον συλλάβει.
Ο Μπακογιάννης μεταφέρθηκε εσπευσμένα στον «Ευαγγελισμό», όπου οι γιατροί αγωνίστηκαν να τον κρατήσουν στη ζωή, αλλά οι πληγές του ήταν σοβαρές. Περίπου μία ώρα αργότερα, υπέκυψε στα τραύματά του. Τραγική ειρωνεία, λίγες ώρες αργότερα εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση η χρηματοδότηση ενός προγράμματος για την Ευρυτανία, το οποίο ο ίδιος είχε καταρτίσει.
Η διπλή προκήρυξη και ο Κουφοντίνας
Η «17 Νοέμβρη» ανέλαβε την ευθύνη για τη δολοφονία με προκήρυξη που είχε τίτλο «Άρχισε η κάθαρση», στην οποία ανέφεραν ότι ο Μπακογιάννης ήταν υπεύθυνος για την κλοπή χρημάτων και για την πολιτική του δράση. Αυτή η δολοφονία, ωστόσο, προκάλεσε σοκ ακόμα και στους υποστηρικτές της οργάνωσης, οι οποίοι δυσκολεύτηκαν να δικαιολογήσουν την απόφαση να τον στοχοποιήσουν.
Στις 17 Δεκεμβρίου 2003, οι Δημήτρης Κουφοντίνας, Ηρακλής Κωστάρης και Αλέξανδρος Γιωτόπουλος καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη για τη δολοφονία του Μπακογιάννη, ενώ οι Σάββας Ξηρός και Βασίλης Τζωρτζάτος σε 15 χρόνια κάθειρξη. Ο Γιωτόπουλος θεωρήθηκε ηθικός αυτουργός, ενώ οι Κουφοντίνας και Κωστάρης οι φυσικοί αυτουργοί.
Σύμφωνα με τις αρχικές καταθέσεις των μελών της 17Ν, η δολοφονία του Μπακογιάννη ήταν μέρος ενός σχεδίου που περιλάμβανε επιθέσεις σε βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, ως αντίκτυπο στο σκάνδαλο Κοσκωτά.
Ο Δημήτρης Κουφοντίνας, στο βιβλίο του «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη», περιγράφει τις δραματικές στιγμές της εκτέλεσης, αναφέροντας λεπτομέρειες για το πώς οι δράστες πλησίασαν τον Μπακογιάννη την κρίσιμη στιγμή.