Η Κίνα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, όπως επισημαίνει ο βρετανικός Guardian. Ο οικονομολόγος Albert Hirschman είχε αναδείξει πριν από δεκαετίες ότι η ταχεία ανάπτυξη μπορεί να είναι ανισόρροπη, ενσωματώνοντας αυτή την ανισότητα στους πολιτικούς, επιχειρηματικούς και πολιτιστικούς θεσμούς, γεγονός που καθιστά την αλλαγή δύσκολη. Σήμερα, η Κίνα αντιμετωπίζει τις συνέπειες αυτής της ανισορροπίας.
Η οικονομική ανάπτυξη του ασιατικού γίγαντα, η οποία παλαιότερα βασιζόταν στις εξαγωγές και στην κατασκευαστική έκρηξη που προήλθε από δανεισμό, τώρα αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις. Ένα καταστροφικό κραχ στον τομέα των ακινήτων, μεγάλες απώλειες για τις τράπεζες και μια κρίση χρέους που πλήττει τις τοπικές κυβερνήσεις έχουν οδηγήσει σε αντίξοες συνθήκες.
Σύμφωνα με τον χάρτη απεργιών του China Labor Bulletin, καταγράφηκαν 719 εργατικές διαμαρτυρίες μόνο το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, αριθμός αυξημένος από τις 696 την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι.
Με τα νοικοκυριά υπερχρεωμένα, η Κίνα δεν μπορεί απλώς να συνεχίσει να χτίζει περισσότερα διαμερίσματα προς πώληση. Η διατήρηση μιας άνθησης μέσω εξαγωγών γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη, καθώς οι δασμοί και τα μέτρα αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν από τον Ντόναλντ Τραμπ προκαλούν αναταραχές. Επιπλέον, πολλές κινεζικές εταιρείες αναφέρουν σημαντικές απώλειες κερδών.
Κίνα: Η ανάπτυξη μιας μεσαίας τάξης με προτιμήσεις «αστικής» πολυτέλειας
Αυτή η κρίσιμη στιγμή προσφέρει την ευκαιρία για την εφαρμογή της «Xiconomics» – του οράματος του προέδρου Σι Τζινπίνγκ για μια διασυνδεδεμένη εγχώρια και παγκόσμια αγορά. Ο ειδικός στο εμπόριο Michael Pettis υποστηρίζει ότι η Κίνα πρέπει να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη που καθοδηγείται από την κατανάλωση, καθώς άλλοι τομείς αρχίζουν να εξασθενούν.
Για να επιτευχθεί αυτό, η Κίνα χρειάζεται μια μεγαλύτερη και πιο εύπορη μεσαία τάξη με προτιμήσεις για «αστική» πολυτέλεια. Αυτό απαιτεί ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης, επενδύσεις στην τεχνολογία, μείωση της εξάρτησης από βασικές εισαγωγές και προώθηση της αυτοδυναμίας.
Ωστόσο, οι ηγέτες της Κίνας φαίνεται να είναι επιφυλακτικοί στο να προχωρήσουν γρήγορα σε αυτές τις αλλαγές. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό αλλά και πολιτικό. Η μετάβαση από ένα εργατικό δυναμικό που απασχολείται σε χαμηλόμισθες θέσεις σε μια εύπορη μεσαία τάξη θα απαιτούσε την εξωτερική ανάθεση παραγωγικών διαδικασιών σε γειτονικές χώρες, όπως το Βιετνάμ. Μια τέτοια οικονομική μετάβαση μπορεί να προκαλέσει διαταραχές με δυνητικά αποσταθεροποιητικές συνέπειες σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η περίπτωση της Βρετανίας
Ο Guardian αναφέρει ότι η Βρετανία χρειάστηκε αρκετές δεκαετίες για να μεταμορφώσει την οικονομία της. Το 1979, η μεταποίηση απασχολούσε το ένα τέταρτο έως το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού και συνεισέφερε αναλογικά στο εθνικό εισόδημα, σε επίπεδα παρόμοια με αυτά της Κίνας σήμερα.
Μετά από τρεις δεκαετίες θεραπείας σοκ και παγκοσμιοποίησης, η Βρετανία κατάφερε να μεταβεί σε μια οικονομία που κυριαρχείται από τις υπηρεσίες, με τη μεταποίηση να μειώνεται στο ένα δέκατο της οικονομίας. Η αναπαραγωγή αυτής της διαδικασίας στην Κίνα αποτελεί μια σημαντική πρόκληση.
Η κομμουνιστική ηγεσία της Κίνας παραμένει ευαίσθητη σε ζητήματα ανισότητας, ανεργίας και κοινωνικού αποκλεισμού, γεγονός που οδηγεί στην ανάπτυξη ενός κράτους υψηλής τεχνολογίας και αυστηρής επιτήρησης. Παρά τους αυταρχικούς περιορισμούς, οι διαμαρτυρίες συνεχίζουν να συμβαίνουν, με τον χάρτη απεργιών να δείχνει 719 εργατικές διαμαρτυρίες μόνο το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους.
Η μετάβαση προς την εσωτερική ζήτηση προχωρά αργά, καθώς το κλείσιμο πολλών εργοστασίων θα μπορούσε να προκαλέσει εκτεταμένες αναταραχές, απειλώντας το καθεστώς. Ωστόσο, εάν η Κίνα προχωρήσει προσεκτικά, υπάρχει κίνδυνος να καταπνίξει τη στροφή της προς μια οικονομία που βασίζεται στην κατανάλωση, αφήνοντάς την ευάλωτη σε οικονομική στασιμότητα και κοινωνικές αναταραχές.
Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, που συμπληρώνει 75 χρόνια από την ίδρυσή της, έχει ήδη ξεπεράσει τη διάρκεια ζωής της Σοβιετικής Ένωσης. Το μέλλον της θα εξαρτηθεί από τις επιλογές που θα ληφθούν σήμερα.
Πηγή: ΟΤ