«Πριν από τις εκλογές, ήμουν ενθουσιασμένη», αλλά μετά τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ επί της Κάμαλα Χάρις στην κούρσα για τον Λευκό Οίκο «αισθανόμουν άρρωστη. Τώρα, είμαι μουδιασμένη», δηλώνει η 35χρονη Λόρεν σε μετεκλογική έρευνα της Washington Post.
«Αναλύοντας τους αριθμούς των ψηφοφόρων του Τραμπ, είναι προφανές ότι οι άντρες ήθελαν να διατηρήσουν την εξουσία. Ο σεξισμός κέρδισε αυτές τις εκλογές», παρατηρεί η 36χρονη Μπόνι.
Η 28χρονη Νόρα εκφράζει μια πιο δραματική άποψη: «Μέσα από τις φωνές 70 εκατομμυρίων ανθρώπων, η Αμερική αποκάλυψε μια ανατριχιαστική αλήθεια: αυτή η χώρα παραμένει τόσο βαθιά ρατσιστική και βουτηγμένη στον μισογυνισμό όσο ποτέ άλλοτε». Αντίθετα, η 20χρονη Λέα έχει μια πιο ήπια στάση: «Δεν είμαι ούτε ιδιαίτερα χαρούμενη, ούτε και λυπημένη. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι πρέπει να καταλάβουν ότι ο Τραμπ ΔΕΝ πρόκειται να καταστρέψει την Αμερική», αναφέρει.
«Μου έλεγαν ότι αν δεν ψηφίσω την Κάμαλα, μισώ τις γυναίκες, αλλά κανείς δεν μου έδωσε μια τεκμηριωμένη απάντηση», προσθέτει η Λέα.
Ανεξαρτήτως πολιτικής θέσης και αντίληψης για το εκλογικό αποτέλεσμα, η αναμέτρηση εξελίχθηκε σε μια «μάχη των φύλων».
Η υποψηφιότητα μιας Αφροαμερικανής με ινδικές ρίζες και ενός λευκού πρώην προεδρικού υποψηφίου για τον Λευκό Οίκο, με την πρώτη να προτάσσει το θέμα των αμβλώσεων και τον δεύτερο να χρησιμοποιεί σεξιστική ρητορική, δημιούργησε ένα ιδιαίτερο πολιτικό κλίμα. «Καθώς οι Δημοκρατικοί προσπαθούν να συμβιβαστούν με την ήττα τους», αναφέρει το Economist, «ορισμένοι δείχνουν προς μια απλοϊκή και βολική εξήγηση: φταίει ο σεξισμός». Πολλές ειδησεογραφικές πηγές υπονοούν ότι η Αμερική δεν είναι ακόμα έτοιμη να εκλέξει μια γυναίκα πρόεδρο, καθώς οι ψηφοφόροι απέρριψαν για δεύτερη φορά μια υποψήφια για το ανώτατο αξίωμα.
Η πραγματικότητα φαίνεται να είναι πιο σύνθετη. Η ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων δείχνει ότι η Κάμαλα Χάρις κέρδισε το 53% της γυναικείας ψήφου, έναντι 46% του Τραμπ. Ωστόσο, η διαφορά αυτή είναι μικρότερη σε σύγκριση με προηγούμενους Δημοκρατικούς υποψηφίους, όπως ο Τζο Μπάιντεν το 2020 και η Χίλαρι Κλίντον το 2016. Ο Τραμπ, από την άλλη, αύξησε το ποσοστό του στη γυναικεία ψήφο κατά 2% σε σχέση με το 2020, διατηρώντας τη στήριξη των λευκών γυναικών.
Σημαντική είναι η παρατήρηση ότι η στήριξή του αυξήθηκε και μεταξύ των ανδρών ψηφοφόρων, οι οποίοι ουσιαστικά του εξασφάλισαν τη νίκη. Σύμφωνα με το APVoteCast, η μετατόπιση προς τον Τραμπ ήταν πιο έντονη στους κάτω των 45 ετών και στα δύο φύλα.
Σε δέκα πολιτείες όπου διεξήχθησαν τοπικά δημοψηφίσματα για την προστασία των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων, μια έρευνα της Kaiser Family Foundation αποκάλυψε ότι ένα αξιοσημείωτο ποσοστό ψηφοφόρων που υποστήριξαν την προστασία του δικαιώματος στην άμβλωση, ψήφισαν επίσης τον Τραμπ. Το New Yorker σχολιάζει ότι το «ροζ κύμα» που ήλπιζαν οι Δημοκρατικοί φαίνεται να έχει εξαφανιστεί στην «κόκκινη θάλασσα» των Ρεπουμπλικανών.
Μια πιθανή εξήγηση προέρχεται από μια προεκλογική δημοσκόπηση της ίδιας ΜΚΟ, η οποία κατέγραψε ότι το υψηλό κόστος ζωής ήταν το κορυφαίο πολιτικό ζήτημα για το 36% των γυναικών ψηφοφόρων, ενώ το 40% των γυναικών κάτω των 30 ετών θεωρούσε τις αμβλώσεις το πιο σημαντικό θέμα.
Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ και των «bros»
Η ήττα των Δημοκρατικών ήταν αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Μια ανάλυση της Brookings Institution επισημαίνει την αποδοκιμασία της προεδρίας Μπάιντεν και τις λανθασμένες προεκλογικές επιλογές της Χάρις, που επικέντρωσε την προσοχή της στα θέματα των αμβλώσεων αντί στην οικονομία, αποξενώνοντας έτσι ψηφοφόρους της εργατικής τάξης. Αντίθετα, ο Τραμπ «πυροβολούσε» τους Δημοκρατικούς για τον πληθωρισμό και το μεταναστευτικό, υποσχόμενος να προστατεύσει τις γυναίκες με τοξική αρρενωπότητα.
Αυτή η προσέγγιση απευθύνονταν κυρίως στους νεαρούς άντρες, γνωστούς ως «bros», οι οποίοι συχνά δεν ενδιαφέρονται για την πολιτική και επιθυμούν απλώς μια σταθερή οικονομική κατάσταση και μια οικογένεια. Οι «bros» προτιμούν podcasts που προβάλλονται ως ασφαλείς χώροι για τις απόψεις τους, και θρηνούν για μια εποχή πριν το κίνημα #MeToo, όταν μπορούσαν να εκφράζονται ελεύθερα.
«Υπό τον Τραμπ, οι “bros” συγκεντρώθηκαν ξανά και τώρα αντεπιτίθενται», καταλήγει η Die Zeit, αναφερόμενη στη μισογυνική ρητορική που κυριαρχεί στα social media.