Πώς θυμάστε τα πράγματα στην Ουγγαρία;
«Όταν ήμασταν στην Ουγγαρία, ήμασταν περίπου 2.000-3.000 παιδιά και δεν υπήρχε χώρος για να μας φιλοξενήσουν, καθώς η χώρα βρισκόταν σε μεταπολεμική περίοδο και είχε υποστεί σοβαρές καταστροφές. Ωστόσο, κάποιοι αριστοκράτες μας προσέφεραν καταφύγιο στα Καστέλια, στο Φεχιρβαρτσούργκο, που εμείς αποκαλούσαμε Τσούργκο. Μας φιλοξένησαν στο Καστέλι του Κάροϊ, ενός από τους πιο πλούσιους γαιοκτήμονες της περιοχής. Εκεί έμεινα από το ’49 μέχρι το ’53, όταν και αναχώρησα για να παρακολουθήσω το γυμνάσιο.»
Εκεί αρχίσατε να αφομοιώνετε την ουγγρική κουλτούρα;
«Στο Καστέλι ήμασταν μόνο Ελληνόπουλα και η μοναδική μας επαφή με την Ουγγαρία ήταν οι δασκάλες μας, οι οποίες ήταν Ούγγρες. Δεν είχαμε καμία επαφή με τον έξω κόσμο. Μερικές φορές βγαίναμε έξω για να κλέψουμε κανένα μήλο ή αχλάδι, και οι αγρότες μας κυνηγούσαν.»
Εκεί πόσο χρονών ήσασταν;
«Με πήραν στην Ουγγαρία όταν ήμουν 10 ετών και εκεί ήμουν 11. Έμεινα μέχρι να ολοκληρώσω το οκτατάξιο δημοτικό. Ξεχώρισα ως ο καλύτερος μαθητής του σχολείου και κέρδισα όλους τους διαγωνισμούς. Όταν εκτέλεσαν τον Μπελογιάννη, διοργανώθηκε διαγωνισμός σε όλες τις σοσιαλιστικές χώρες για να γράψουν σχετικά με το γεγονός αυτό. Από κάθε παιδικό σταθμό βραβεύτηκε ένα παιδί και ήμουν ανάμεσά τους. Τότε ήρθαν ο Πέτρος Κόκκαλης και η Ελλη Αλεξίου για να μου δώσουν το βραβείο. Ήταν εντυπωσιακοί άνθρωποι. Για τον Γιάννη Ιωαννίδη δεν είχα καλή γνώμη. Εμείς δεν είχαμε καμία επαφή με τον έξω κόσμο. Το καλοκαίρι του ’53, όταν τελείωσα το δημοτικό, επειδή ήμουν καλός μαθητής, έπρεπε να συνεχίσω υποχρεωτικά. Οι δασκάλες μας ήταν νέες κοπέλες που μόλις είχαν αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο και δεν μας επηρεάζανε ιδιαίτερα.»
«Ωστόσο, είχε ξεσπάσει μια επιδημία τράχωμα και ήμασταν σε καραντίνα. Η καραντίνα για μένα τελείωσε στις 9 Νοεμβρίου, ενώ τα μαθήματα ξεκινούσαν τον Σεπτέμβριο. Όταν πήγα στο σχολείο, οι άλλοι είχαν ήδη πάρει τους βαθμούς του πρώτου τριμήνου. Ήταν η πρώτη φορά που ήμουν στην Ουγγαρία και έπρεπε να καταβάλω μεγάλη προσπάθεια για να ανταπεξέλθω. Ευτυχώς, τα κατάφερα και ολοκλήρωσα το γυμνάσιο. Συμμετείχα, ως ο μόνος Έλληνας, στην ουγγρική επανάσταση και έχω τα σχετικά έγγραφα. Η Γενική Συνέλευση των Κατοίκων με γνώριζε λόγω των αθλητικών μου επιδόσεων, καθώς ήμουν πολύ καλός αθλητής. Στην πόλη εκείνη οι Έλληνες ήμασταν λίγοι και μας προσέχανε. Ήμασταν καλοί άνθρωποι.»
Και μετά…
«Μετά τη συμμετοχή μου στην Επανάσταση, ανησυχούσα ότι δεν θα γινόμουν δεκτός στο Πανεπιστήμιο. Τότε το σύστημα δεν λειτουργούσε όπως σήμερα, όπου απλά δίνεις εξετάσεις και επιλέγεις σχολή. Έπρεπε να εγκριθεί η επιλογή σου. Υπήρχε περίπτωση να σου έλεγαν ότι δεν έχεις δικαίωμα να πας πουθενά ή ότι θα πρέπει να σπουδάσεις γεωπονία. Εγώ είχα δηλώσει ιατρική. Ο αδερφός μου τότε προσπαθούσε στη Βουδαπέστη να δει αν είχε βγει το διαβατήριο, το οποίο έπρεπε να εγκριθεί στην Ελλάδα, και τελικά έφτασε το δικό μας ταξιδιωτικό έγγραφο.»
«Στα τρία πρώτα χρόνια του γυμνασίου δεν είχα δει καθόλου τον αδερφό μου. Ωστόσο, επειδή ήμουν καλός αθλητής και είχα κερδίσει στο νομό, πήγα στην Βουδαπέστη για τον τελικό. Εκεί ειδοποίησαν τον αδερφό μου να έρθει να με δει. Θυμάμαι ότι είχα μοιραστεί τον ενθουσιασμό μου με έναν συναθλητή μου, ότι θα δω τον αδερφό μου. Δεν τον γνώριζα, αλλά τον αναγνώρισα μέσα στο πλήθος. Μαζί ήμασταν και με τον συγχωριανό μου, τον Αποστόλη Χρήστου, που είναι ο παππούς του Ολυμπιονίκη Απόστολου Χρήστου. Ήρθαμε στην Ελλάδα μαζί. Όσο καλά μας υποδέχτηκε η Ουγγαρία, τόσο άσχημα μας υποδέχτηκε η Ελλάδα.»