Η Βικτώρια Χαραλαμπίδου, η οποία το 2004 είχε χαρακτηριστεί από τον Μάρτιν Σκορσέζε ως μία από τις κορυφαίες ηθοποιούς στον κόσμο, παραμένει αναλλοίωτη 20 χρόνια μετά την προβολή των “Νυφών” του Παντελή Βούλγαρη.
Στην ταινία “Νύφες”, όπου η Βικτώρια υποδύεται μια νεαρή μοδίστρα από τη Σαμοθράκη, ξετυλίγεται μια συγκινητική ιστορία γυναικών που θυσίαζαν την αγάπη τους για το καθήκον, την παράδοση και την οικογένεια.
Η ηθοποιός είχε δηλώσει ότι «η ταινία αυτή άνοιξε πολλές πόρτες για μένα στο εξωτερικό. Είχα στα χέρια μου υλικό που πολλοί καλλιτέχνες εκτός Ελλάδας δεν είχαν. Ήταν ένα σχολείο που μου παρείχε τα εφόδια και τις βάσεις για την καριέρα μου. Με δίδαξε να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου και να πιστεύω στον εαυτό μου και στις ικανότητές μου, αν και συχνά αισθανόμουν να υπάρχει ένα συγκεκριμένο μονοπάτι μπροστά μου».
Στις 19 Φεβρουαρίου 2005, αποφάσισε να αφήσει πίσω της την καριέρα της στην Ελλάδα, όπου συμμετείχε σε σημαντικές θεατρικές, τηλεοπτικές και κινηματογραφικές παραγωγές, για να ακολουθήσει τον σύντροφό της στην Αυστραλία.
Για τη ζωή της στην Αυστραλία, η Βικτώρια Χαραλαμπίδου δήλωσε: “Έφτασα σε μια εντελώς καινούργια χώρα, όπου ήμουν άγνωστη ανάμεσα σε αγνώστους και έπρεπε να ξεκινήσω από το μηδέν. Αυτό με προσγείωσε και με βοήθησε, γιατί οι ηθοποιοί συχνά έχουμε υπερηφάνεια και νομίζουμε ότι είμαστε αναντικατάστατοι. Αν ήμουν στην Ελλάδα, θα είχα περισσότερες ευκαιρίες. Ήμουν όμως τυχερή που με είδε ο Νιλ Άρμφιλντ, σκηνοθέτης της ταινίας “Candy”, και μου εμπιστεύτηκε ένα ρόλο στο θεατρικό έργο “Stuff Happens” του Ντέιβιντ Χέιρ, δύο μήνες μετά τη μετακόμισή μου, μαζί με 14 καταξιωμένους Αυστραλούς ηθοποιούς. Αυτό ήταν το βάπτισμα του πυρός για μένα.”
Το 1958, η Ελλάδα προσπαθούσε να ανασυγκροτηθεί μετά από τον εμφύλιο πόλεμο και την κατοχή, με πολλούς πολίτες να φεύγουν στο εξωτερικό, όπως στην Αυστραλία και την Αμερική.
Η δεκαετία του 1950 ήταν μια από τις πιο δύσκολες στην ιστορία της χώρας. Καθώς η Ελλάδα προσπαθούσε να σταθεί και πάλι στα πόδια της, τα χωριά συναντούσαν την ανεργία και τη φτώχεια.
Ο ανδρικός πληθυσμός ήταν ο πρώτος που αναχώρησε για χώρες όπως η Αυστραλία, η Αμερική, τα ορυχεία του Βελγίου και η Μέση Ανατολή, αφήνοντας πίσω μόνο τους ηλικιωμένους και τις ανύπανδρες γυναίκες.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν, τα χωριά που άλλοτε ανθούσαν έμοιαζαν πλέον με ερειπωμένες πόλεις. Οι Έλληνες μετανάστες εργάστηκαν σκληρά και δημιούργησαν περιουσίες, όμως οι ντόπιοι δεν τους δέχτηκαν εύκολα. Οι κοπέλες στην Αυστραλία απέφευγαν τους Έλληνες, τους θεωρούσαν επικίνδυνους και υποανάπτυκτους. Τότε, οι ελληνίδες προξενήτρες ανέλαβαν δράση, προσπαθώντας να παντρέψουν τους μετανάστες με φτωχές κοπέλες από την επαρχία.
Με μια φωτογραφία της προτεινόμενης νύφης, οι προξενήτρες συγκέντρωναν προσφορές από υποψήφιους γαμπρούς, ξεκινώντας το μεγαλύτερο προξενιό στην ιστορία.
Πώς ξεκίνησαν τα προξενιά
Πλοία γεμάτα με νέες κοπέλες ξεκινούσαν για την Αυστραλία, ελπίζοντας σε μια καλύτερη ζωή.
Αυτές που αποβιβάζονταν στο λιμάνι, κρατούσαν μια βαλίτσα με ρούχα και μια φωτογραφία του γαμπρού με την καλύτερη προσφορά. Εκεί τους υποδεχόντουσαν χιλιάδες Έλληνες μετανάστες, οι οποίοι φρόντιζαν να υπογράψουν μια πρόχειρη συμφωνία, εξασφαλίζοντας την παραμονή τους έως τον γάμο.
Με τα πρώτα πλοία να φτάνουν και τα γράμματα που έφταναν πίσω στην πατρίδα, το φαινόμενο πήρε μαζικές διαστάσεις. Εφημερίδες δημοσίευαν αγγελίες με υποσχέσεις για ονειρεμένους γάμους, προσελκύοντας πολλές νέες κοπέλες και τις οικογένειές τους.
Το 1957, το παλιό ισπανικό πλοίο “Μπεγκόνια” κατέπλευσε στο Port Philip Bay της Μελβούρνης, μεταφέροντας τις ελπίδες 900 Ελληνίδων, που έφταναν στην Αυστραλία με μια βαλίτσα γεμάτη όνειρα για μια καλύτερη ζωή και την ελπίδα να βρουν τους μέλλοντες συζύγους τους στην ξενιτιά.
Μέσα στο πλοίο ήταν και ο διάσημος Ροδίτης εκπαιδευτικός Παναγιώτης Φωτάκης, ο οποίος 42 χρόνια αργότερα αποφάσισε να κάνει έρευνα για να βρει και να ενώσει όσες περισσότερες νύφες από εκείνο το ταξίδι μπορούσε.
Επικεντρώθηκε στις 900 νύφες που έφτασαν μαζί του στην Αυστραλία, ελπίζοντας να καταγράψει τις ιστορίες τους, πιστεύοντας ότι πρόκειται για μια σπουδαία αφήγηση που δεν έχει ειπωθεί πλήρως.
Πολλές από αυτές τις γυναίκες ήταν «αρραβωνιασμένες με φωτογραφία», κάποιες ήξεραν ήδη τους γαμπρούς τους, και κάποιες ήταν «ελεύθερες», που είχαν την επιλογή να διαλέξουν μόνες τους τον σύντροφό τους. Οι αρραβωνιασμένες είχαν την αγωνία να δουν αν οι άνθρωποι που είχαν επιλεγεί για εκείνες θα ήταν καλοί και όπως τους παρουσιάζει η φωτογραφία.
Η διαδικασία για τις ελεύθερες περιλάμβανε οικογενειακές συναντήσεις, γλέντια και κοινωνικές εκδηλώσεις, όπου εμφανίζονταν υποψήφιοι γαμπροί.
Για τις αρραβωνιασμένες υπήρχε η δυνατότητα να επιστρέψουν πίσω στην πατρίδα πριν το γάμο, σε περίπτωση που δεν έβρισκαν τον γαμπρό όπως τον φαντάζονταν. Ορισμένα προξενιά επιτυχούν, αλλά άλλα δεν κατέληξαν ποτέ σε γάμο. Πολλές νύφες έμειναν μόνες, άλλες συντετριμμένες ενώ άλλες αντέτειναν στα «πρέπει» της εποχής.
Πολλές, αν όχι οι περισσότερες, σιώπησαν και υπέμειναν τη μοίρα που είχε καθορίσει άλλοι για αυτές.
«Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα. Ήμασταν ξένες σε ξένη χώρα, χωρίς γλώσσα, σε σκοτεινά σπίτια και όλα μας φαίνονταν ανάποδα. Ιούνιος μήνας να βρέχει και να κάνει κρύο – ήταν πρωτόγνωρο. Μας έλεγαν ότι τα πρώτα είκοσι χρόνια είναι δύσκολα, αλλά μετά συνηθίζεις. Τα είκοσι χρόνια έγιναν σαράντα και η Αυστραλία έγινε δεύτερη πατρίδα μας. Δόξα τω Θεώ» είχε πει κάποτε μία από τις νύφες, η κυρία Χαρίκλεια.