Το πρώην διεθνές αεροδρόμιο Τέγκελ στο Βερολίνο, το οποίο κατασκευάστηκε κατά τη διάρκεια του σοβιετικού αποκλεισμού μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έκλεισε τον Νοέμβριο του 2020. Παρά τις αρχικές προγραμματισμένες αναμορφώσεις για τη δημιουργία μιας νέας «πράσινης» πόλης 10.000 κατοίκων με βιώσιμες κατοικίες και τεχνολογικό ερευνητικό κέντρο, το αεροδρόμιο χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως μεγάλος εμβολιαστικός χώρος κατά της πανδημίας COVID-19.
Από την άνοιξη του 2022, δύο χρόνια μετά την αναστολή της λειτουργίας του ως διεθνούς αεροδρομίου, το Τέγκελ άρχισε να προσελκύει και πάλι κόσμο, αλλά αυτή τη φορά δεν ήταν ταξιδιώτες, αλλά πρόσφυγες. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είχε προκαλέσει τη μεγαλύτερη προσφυγική κρίση στην Ευρώπη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με το αεροδρόμιο Τέγκελ να μετατρέπεται σε προσωρινό καταφύγιο για αυτούς τους ανθρώπους.
Σήμερα, το πρώην αεροδρόμιο του Βερολίνου είναι ο μεγαλύτερος και πιο πυκνοκατοικημένος καταυλισμός αιτούντων άσυλο όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά σε ολόκληρη την ΕΕ.
Περίπου 5.000 πρόσφυγες φιλοξενούνται στις πρόχειρες εγκαταστάσεις του, με μέσο όρο αναμονής 285 ημερών για την εξέταση των αιτημάτων ασύλου. Σύμφωνα με την τελευταία επίσημη καταμέτρηση της Κρατικής Υπηρεσίας Προσφύγων στο Βερολίνο (LAF), οι πρόσφυγες ανέρχονται σε 4.677 άτομα, εκ των οποίων οι 3.639 προέρχονται από την Ουκρανία, ενώ οι υπόλοιποι από χώρες όπως η Συρία, το Αφγανιστάν, η Τουρκία, η Μολδαβία και το Βιετνάμ. Οι αριθμοί αυτοί αναμένεται να αυξηθούν, φτάνοντας συνολικά τους 8.000, αν και η απερχόμενη κυβέρνηση Σολτς έχει υιοθετήσει διαδικασίες για απελάσεις.
Ωστόσο, οι συνθήκες διαβίωσης στο Τέγκελ περιγράφονται ως χαοτικές και επικίνδυνες, κυρίως για ανήλικους και γυναίκες. Υπάρχουν καταγγελίες για βρώμικες τουαλέτες, κακή ποιότητα φαγητού και έλλειψη ιδιωτικότητας, με τους πρόσφυγες να διαμένουν σε ομαδικούς χώρους με κουκέτες και περιορισμένα προσωπικά αντικείμενα.
Ακριβό σαν πολυτελές ξενοδοχείο, ζωή σαν σε φυλακή
Προτού φτάσουν στην κεντρική πύλη του καταυλισμού, οι αιτούντες άσυλο συναντούν φράχτες και προσωπικό ασφαλείας. Στον τερματικό σταθμό C του Τέγκελ, οι διαδικασίες περιλαμβάνουν ελέγχους ασφαλείας και καταγραφή προσωπικών και βιομετρικών δεδομένων. Οι “φιλοξενούμενοι” αποκτούν έναν κωδικό QR που τους επιτρέπει πρόσβαση σε κοιτώνες και κοινόχρηστους χώρους, αλλά η έλλειψη άδειας διαμονής καθιστά δύσκολη την έξοδο από τις εγκαταστάσεις.
Η Κρατική Υπηρεσία Προσφύγων στο Βερολίνο (LAF) είναι υπεύθυνη για τη στέγαση των προσφύγων, ενώ η διαχείριση των εγκαταστάσεων έχει ανατεθεί στον γερμανικό Ερυθρό Σταυρό. Στο Τέγκελ εργάζονται 455 υπάλληλοι ΜΚΟ, 150 υπάλληλοι εστίασης και 500 υπάλληλοι ασφαλείας, με το συνολικό κόστος λειτουργίας να φτάνει τα 40 εκατομμύρια ευρώ το μήνα.
«Φάγανε, φάγανε, φάγανε»…
Οι συνθήκες διαβίωσης στο Τέγκελ έχουν προκαλέσει αντιδράσεις, με την γερμανική ακροδεξιά να εκμεταλλεύεται την κατάσταση για να προωθήσει την αντιμεταναστευτική της ατζέντα. Στο μεταξύ, η τοπική κυβέρνηση του Βερολίνου, που ελέγχεται από τους Χριστιανοδημοκράτες, επιθυμεί τη μείωση του προσωπικού και των εγκαταστάσεων στον καταυλισμό, αλλά οι σχετικές διαδικασίες μετατίθενται για μετά το 2025.
Ο δήμαρχος Κάι Βέγκνερ παραδέχεται ότι οι αριθμοί των προσφύγων στο Τέγκελ πιθανόν να συνεχίσουν να αυξάνονται, ενώ το Βερολίνο ζητά περισσότερη υποστήριξη από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, η οποία βρίσκεται σε κρίση.
Στο μεταξύ, πρόσφατα οργανώθηκε εκδήλωση στο Τέγκελ για να συνδεθούν οι πρόσφυγες με εργοδότες που αναζητούν εργαζόμενους, προσφέροντας τους πληροφορίες για την αγορά εργασίας και ευκαιρίες κατάρτισης.
* Κεντρική φωτογραφία: flickr/NervousEnergy