Στις 13 Δεκεμβρίου 2024, ο ηγέτης της τζιχαντιστικής σουνιτικής ομάδας Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (HTS), Αμπού Μοχάμεντ αλ Τζουλάνι, εμφανίστηκε φορώντας πολιτικά ρούχα και κάλεσε τους Σύρους να βγουν μαζικά στους δρόμους για να γιορτάσουν τη «νίκη της επανάστασης», λίγες μέρες μετά την ανατροπή του προεδρικού καθεστώτος του Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία. Η προετοιμασία για ένα τέτοιο διάγγελμα είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, με επιρροές από τον Λευκό Οίκο.
Πριν από χρόνια, η Τούλσι Γκάμπαρντ, η οποία επιλέχθηκε από τον Ντόναλντ Τραμπ να ηγηθεί των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, είχε προκαλέσει την οργή του αμερικανικού κατεστημένου. Προχώρησε στην εισήγηση του νόμου «Stop Arming Terrorists Act», με στόχο να σταματήσει η ενίσχυση τρομοκρατών που πολεμούσαν τον Άσαντ. Αντιτάχθηκε σθεναρά στην ιδέα να υποστηρίζουν οι ΗΠΑ τρομοκρατικές ομάδες για να ανατραπεί ο Άσαντ, μια πολιτική που είχε εγκαινιαστεί από τον πρώην Δημοκρατικό Πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα. Δυστυχώς, η Γκάμπαρντ δεν κατάφερε να πετύχει τους στόχους της.
Ο Αμερικανός ιστορικός και ειδικός σε ζητήματα ασφάλειας Γκάρεθ Πόρτερ είχε αναλύσει το «έγκλημα» αυτό στο The American Conservative από το 2017, επισημαίνοντας ότι η CIA και το Πεντάγωνο φαίνεται να ήταν έτοιμα να ανεχθούν μια τέτοια προδοσία της δηλωμένης αντιτρομοκρατικής αποστολής των ΗΠΑ.
«Η πολιτική της κυβέρνησης Ομπάμα για τη Συρία ξεπούλησε ουσιαστικά τα συμφέροντα των ΗΠΑ που υποτίθεται ότι ήταν η λυδία λίθος του «Παγκοσμίου Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας» – η εξάλειψη της Αλ Κάιντα και των τρομοκρατικών θυγατρικών της».
Ο Πόρτερ σημείωσε ότι ο νόμος της Γκάμπαρντ αμφισβήτησε για πρώτη φορά στο Κογκρέσο μια πολιτική των ΗΠΑ σχετικά με τον συριακό εμφύλιο πόλεμο. Από το 2012-2013, η κυβέρνηση Ομπάμα υποστήριξε τους σουνίτες συμμάχους της, όπως η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, παρέχοντας όπλα σε διάφορες ένοπλες ομάδες με στόχο την ανατροπή του Άσαντ.
Η προδοσία της CIA
Η πολιτική του εξοπλισμού ομάδων που επιδίωκαν την ανατροπή του Άσαντ ξεκίνησε το Σεπτέμβριο του 2011, όταν ο Ομπάμα πιέστηκε από τους Σουνίτες συμμάχους του να προμηθεύσει βαρέα όπλα. Η Τουρκία και τα καθεστώτα του Κόλπου ζητούσαν αντιαρματικά και αντιαεροπορικά όπλα για τους αντάρτες. Ένας Αμερικανός αξιωματούχος περιέγραψε τις παραδόσεις όπλων στους Σύρους αντάρτες ως «καταρράκτη όπλων».
Μια από τις πιο σημαντικές παραδόσεις ήταν η αποστολή 15.000 αντιαρματικών πυραύλων TOW το 2013, οι οποίοι άρχισαν να φτάνουν στη Συρία το 2014, επηρεάζοντας σημαντικά τη στρατιωτική ισορροπία. Αυτή η πλημμύρα όπλων, σε συνδυασμό με την είσοδο 20.000 ξένων μαχητών κυρίως μέσω της Τουρκίας, καθόρισε τη φύση της σύγκρουσης. Τα όπλα αυτά συνέβαλαν στην ενδυνάμωση του συριακού παραρτήματος της Αλ Κάιντα, του Μετώπου αλ Νούστρα, που μετονομάστηκε σε Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ.
Η πολιτική των ΗΠΑ και οι συνέπειές της
Επίσημα, η πολιτική των ΗΠΑ ήταν να υποστηρίξουν μια συμμαχία «σχετικά μετριοπαθών» ομάδων και του Μετώπου Αλ Νούσρα. Ωστόσο, αυτές οι «μετριοπαθείς» ομάδες ήταν ευάλωτες στην επιρροή της Αλ Κάιντα, και η CIA γνώριζε ότι τα όπλα που παρέχονταν στους μετριοπαθείς καταλήγουν στα χέρια εξτρεμιστών.
Ο Πόρτερ τόνισε ότι η βοήθεια που παρείχαν οι Σουνίτες σύμμαχοι στις τρομοκρατικές ομάδες ενίσχυσε την θέση τους και επέτρεψε την επέκταση της επιρροής της Αλ Κάιντα σε μεγάλο μέρος της Συρίας. «Η CIA και το Πεντάγωνο φαίνεται να είναι έτοιμα να ανεχθούν μια τέτοια προδοσία της δηλωμένης αντιτρομοκρατικής αποστολής της Αμερικής», κατέληξε ο Πόρτερ, προειδοποιώντας ότι το Κογκρέσο ή ο Λευκός Οίκος θα πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτή την κατάσταση.
Σήμερα, ο Αμπού Μοχάμεντ αλ Τζουλάνι, ο πρώην τρομοκράτης, παρουσιάζεται από τους Ισραηλινούς και τη Δύση ως ένας «εκπολιτισμένος» ηγέτης που έχει αφήσει πίσω του το παρελθόν του και θεωρείται σωτήρας της Συρίας.