Στις 15 Μαρτίου 1999, ο Ζακ Σαντέρ, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το 1995 έως το 1999, ανακοίνωσε την ομόφωνη απόφαση των μελών της Επιτροπής να παραιτηθούν. Αυτή η απόφαση ήρθε σε μια περίοδο που η Επιτροπή είχε αναλάβει σημαντικές ευθύνες, όπως η κυκλοφορία του ευρώ και η υπογραφή της Συνθήκης της Νίκαιας. Ωστόσο, οι αμφιλεγόμενες πρακτικές της δεν μπορούσαν να παραμείνουν κρυφές για πολύ.
Η Επιτροπή είχε αρχίσει να δέχεται επικρίσεις από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο άρχισε να αποκτά περισσότερη εξουσία και να δείχνει τα «δόντια» του. Το σκάνδαλο ξέσπασε όταν διέρρευσε μια σφοδρά επικριτική αναφορά για τις πρακτικές της Επιτροπής, προκαλώντας την οργή των ΜΜΕ, τα οποία άρχισαν να αναπαράγουν την ιστορία, καθιστώντας αδύνατη την απόκρυψη του σκανδάλου.
Οι επιθέσεις των ΜΜΕ επικεντρώθηκαν κυρίως στη Γαλλίδα Επίτροπο, Εντίθ Κρεσόν, η οποία κατηγορήθηκε για ευνοιοκρατία, καθώς και στον Ισπανό Επίτροπο, Μανουέλ Μαρίν, που κατηγορήθηκε για απάτη σχετικά με ανθρωπιστική βοήθεια. Η Κρεσόν φέρεται να έκανε κατάχρηση της θέσης της, τοποθετώντας μια φίλη της σε θέση επιστημονικής συμβούλου, η οποία φαίνεται να δημιουργήθηκε ειδικά για εκείνη. «Η Μαντάμ Κρεσόν είχε δώσει σημαντικά, καλοπληρωμένα συμβόλαια σε συγγενείς, με τρόπο που δεν ήταν διαφανής», δήλωσε αργότερα η Ελίζαμπεθ Σρέντερ, Ευρωβουλευτίνα της Ομάδας των Πρασίνων.
Η κατάσταση αυτή δημιουργούσε την αίσθηση ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί ήταν άντρο διαφθοράς, όπως δήλωσε ο πρώην ευρωβουλευτής Ζεράρ Ντεπρέζ, υπογραμμίζοντας ότι οι φήμες και οι κατηγορίες έδιναν την εντύπωση ενός περιβάλλοντος γεμάτου με απάτες και ευνοιοκρατία.
Η Έρευνα και το Πόρισμα
Μετά από αίτημα της Σοσιαλιστικής Ομάδας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατατέθηκε πρόταση μομφής κατά της Επιτροπής στις 14 Ιανουαρίου 1999. Αν και η πρόταση απορρίφθηκε, συγκέντρωσε έναν εντυπωσιακό αριθμό ψήφων, με 293 κατά και 232 υπέρ, κάτι που ήταν πρωτοφανές για την εποχή. Στη συνέχεια, το Κοινοβούλιο ζήτησε τη σύσταση Επιτροπής Ανεξάρτητων Εμπειρογνωμόνων για τη διερεύνηση των διοικητικών παρατυπιών που είχαν ήδη αναφερθεί.
Η Επιτροπή αποδέχθηκε τη διαδικασία και συμμετείχε στον διορισμό των εμπειρογνωμόνων. Στις 15 Μαρτίου, η έκθεση της Επιτροπής επέκρινε αυστηρά τις μεθόδους διαχείρισης, επισημαίνοντας ότι οι Επίτροποι δεν είχαν επαρκή έλεγχο των χαρτοφυλακίων τους. Η έκθεση δεν περιορίστηκε μόνο στους δύο Επιτρόπους που ήδη ερευνώνταν, αλλά επεκτάθηκε και σε άλλα μέλη της Επιτροπής.
Αντιμέτωπη με την αναπόφευκτη ψήφο του Κοινοβουλίου για την πρόταση μομφής, η Επιτροπή αποφάσισε να παραιτηθεί συλλογικά, αν και η θητεία της δεν έληγε μέχρι το τέλος του 1999. «Πάντα πίστευαν ότι το Κοινοβούλιο ήταν απλώς ένα μαγαζί που μιλούσε και μόνο το Συμβούλιο είχε νομοθετικές εξουσίες, αλλά όλα άλλαξαν», δήλωσε η Σρέντερ, ενώ ο Ντεπρέζ τόνισε ότι οι σχέσεις του Κοινοβουλίου με την Επιτροπή άρχισαν να αλλάζουν, με τις ακροάσεις για τους Επιτρόπους να αποκτούν πλέον τη μορφή εισαγωγικών εξετάσεων.
Όσον αφορά την Εντίθ Κρεσόν, το 2007, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναγνώρισε ότι απέτυχε στις ευθύνες της ως Επίτροπος. Ωστόσο, η υπόθεση της απορρίφθηκε από τα βελγικά δικαστήρια λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.
Σήμερα, 25 χρόνια μετά, η νέα πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έχει δεχθεί κριτική για διάφορους λόγους, όπως η λογοκλοπή στη διδακτορική της διατριβή και η εμπλοκή της σε σκάνδαλα κατά την θητεία της στο υπουργείο Άμυνας της Γερμανίας. Επίσης, η θητεία της έχει σημαδευτεί από το σκάνδαλο Pfizergate.
Η φον ντερ Λάιεν εκλέχθηκε πρόεδρος της Επιτροπής με μόλις 9 ψήφους περισσότερες από το όριο, συγκεντρώνοντας 383 ψήφους υπέρ, 327 κατά και 22 αποχές, κάτι που εγείρει ερωτήματα σχετικά με την υποστήριξη που απολαμβάνει. Σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ, ο πρόεδρος της Επιτροπής πρέπει να εκλέγεται με περισσότερους από το 50% των ψήφων των ευρωβουλευτών.
Φαίνεται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να επανεξετάσει τους θεσμούς της, όπως συνέβη και το 1999.
Με πληροφορίες από Multimedia Europarl, CVCE. Pierre Gerbet