Στον τομέα των πραγματικών εγκλημάτων, το Jonestown και ο άνθρωπος που το καθοδήγησε, Τζέιμς Τζόουνς, παραμένουν αναμφισβήτητα στην κορυφή της τραγικής ιστορίας.
Αυτό το έγκλημα, που διαδραματίστηκε 46 χρόνια πριν, αποτελεί την πιο ακραία έκφραση της μεγαλομανίας, της απομόνωσης, της πίεσης και του διαρκούς ελέγχου που ασκήθηκε σε μια κοινότητα, με έναν ιδεαλισμό που εξελίχθηκε σε παράνοια.
Ο Τζέιμς Τζόουνς, ηγέτης μιας αμερικανικής λατρευτικής σέκτας που ιδρύθηκε στη ζούγκλα της Γουιάνας, οδήγησε τους οπαδούς του σε μια μαζική αυτοκτονία, διατάσσοντας τους να πιούν κυάνιο. Η τραγική αυτή εκδήλωση συνέβη στις 18 Νοεμβρίου 1978.
Ο άνθρωπος πίσω από την τραγωδία
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, στην Ιντιάνα των ΗΠΑ, ιδρύθηκε ο «Ναός του Λαού», μια οργάνωση που συνδύαζε στοιχεία του χριστιανικού πεντηκοστιανού δόγματος με μαρξιστικές και σοσιαλιστικές θεωρίες.
Ο Τζέιμς Τζόουνς ισχυριζόταν ότι η αίρεσή του βοήθησε πολλούς ανθρώπους να απελευθερωθούν από εθισμούς, όπως τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, μέσω πνευματικής «ίασης», ακόμα και από καρκίνο.
Ο Τζόουνς είχε αναπτύξει στενές σχέσεις με την Αφροαμερικανική κοινότητα, προσκαλώντας τους να ενταχθούν στην οργάνωσή του σε μια εποχή που οι φυλετικές διακρίσεις ήταν έντονα διαδεδομένες στις ΗΠΑ.
Η ουτοπία που εξελίχθηκε σε εφιάλτη
Στη δεκαετία του ’60, ο «Ναός του Λαού» μεταφέρθηκε στην Καλιφόρνια και απέκτησε ολοένα και περισσότερους πιστούς. Ο Τζόουνς, που πίστευε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες απειλούνταν από πυρηνικό ολοκαύτωμα, αναζητούσε ένα ασφαλές καταφύγιο για την κοινότητά του.
Έτσι, το 1977, οργάνωσε τη μεταφορά της κοινότητας στη Γουιάνα, σε μια απομακρυσμένη περιοχή της ζούγκλας, όπου ιδρύθηκε το Jonestown. Αρχικά, ο καταυλισμός φαινόταν ως μια ιδανική ουτοπία, με εξασφαλισμένη ιατρική περίθαλψη, στέγαση και τροφή.
Η μαρτυρία από μέσα
Ωστόσο, η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική. Η Yulanda Williams, που έζησε στο Jonestown ως φοιτήτρια, περιγράφει την εμπειρία της ως «ζωντανό εφιάλτη». Οι γυναίκες υποχρεώνονταν να κάνουν ντους σε δημόσιους χώρους χωρίς κουρτίνες, ενώ οι ένοικοι δεν επιτρέπονταν να καταναλώνουν κρέας, λαχανικά ή γαλακτοκομικά προϊόντα, τρέφονταν κυρίως με ρυζόγαλο και φυστικοβούτυρο.
Η καθημερινότητα ήταν αυστηρά ελεγχόμενη, με όλους να ξυπνούν στις 5:30 π.μ. και να απαγορεύεται η ανάγνωση βιβλίων ή εφημερίδων. Η μοναδική ευχαρίστηση ήταν τα σόου ταλέντων, όπου η Williams θυμάται να τραγουδά το «Killing Me Softly With His Song» της Roberta Flack.
Η Williams και η οικογένειά της ήταν από τους λίγους που είχαν την άδεια να φύγουν από το Jonestown πριν από τη σφαγή, ώστε να συνεχίσει τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ. Όμως, πριν φύγει, ο Τζόουνς την ανάγκασε να υπογράψει ότι δεν θα μιλούσε ποτέ αρνητικά για τον καταυλισμό.
Η παρέμβαση της κυβέρνησης
Ο Τζόουνς ασκούσε απόλυτο έλεγχο στη ζωή των πιστών του, επιβάλλοντας σκληρές και απάνθρωπες ποινές, όπως ξυλοδαρμούς και εξευτελισμούς. Πολλοί πρώην μέλη της αίρεσης δραπέτευσαν και κατήγγειλαν τα γεγονότα, ενώ συγγενείς ανησυχούσαν για τους δικούς τους ανθρώπους που είχαν απομονωθεί.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έστειλε τον γερουσιαστή Leo Ryan για να εξετάσει την κατάσταση στο Jonestown. Ο Ryan αντίκρισε σοκαριστικές εικόνες, με ανθρώπους που εκλιπαρούσαν να τους πάρει μαζί του ή τουλάχιστον να σώσουν τα παιδιά τους. Δυστυχώς, πριν προλάβει να απομακρυνθεί, δολοφονήθηκε από τους κατοίκους του Jonestown.
Η «λευκή νύχτα»
Μετά τους φόνους, ο Τζόουνς ανακοίνωσε την τελική «Λευκή Νύχτα». Για να μειώσει τις αντιδράσεις, είπε στους κατοίκους ότι ο Ryan είχε ήδη σκοτωθεί, και παρουσίασε την «επαναστατική αυτοκτονία» ως την μοναδική λύση. Οι περισσότεροι υπάκουσαν, ενώ κάποιοι εξαναγκάστηκαν να πιούν το δηλητήριο.
Πρώτα δηλητηριάστηκαν τα παιδιά, με ηχητικά ντοκουμέντα που ανακτήθηκαν από το FBI να καταγράφουν τις κραυγές τους. Ορισμένοι γονείς, σε μια τραγική πράξη, σκότωσαν πρώτα τα παιδιά τους.
Όταν τα στρατεύματα της Γουιάνας έφτασαν το επόμενο πρωί, βρήκαν τις σορούς. Μόνο λίγοι επιζώντες, κυρίως εκείνοι που είχαν κρυφτεί κατά τη διάρκεια της δηλητηρίασης, εμφανίστηκαν. Ο Τζόουνς βρέθηκε νεκρός από πυροβολισμό, πιθανόν αυτοκτονώντας.