Για αιώνες, οι κληρονομικοί ευγενείς κατείχαν τη θέση τους στη Βουλή των Λόρδων με βάση το κληρονομικό δικαίωμα. Ωστόσο, το νομοσχέδιο που ετοιμάζεται αυτές τις ημέρες αναμένεται να τερματίσει αυτή την παράδοση στη Γηραιά Αλβιόνα, επηρεάζοντας τη συμμετοχή των κληρονομικών ευγενών.
Η Βουλή των Λόρδων αποτελείται από 24 ανώτερους κληρικούς της Αγγλικανικής Εκκλησίας (Lords Spiritual) και 755 κανονικούς λόρδους (Lords Temporal). Από αυτούς, η κυβέρνηση του Κιρς Στάρμερ έχει εστιάσει στους κληρονομικούς λόρδους. Πριν το 1999, οι κληρονομικοί ευγενείς είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν στη Βουλή χωρίς εκλογές. Σήμερα, μόνο 92 εκλέγονται μεταξύ τους, ενώ οι υπόλοιποι αντικαθίστανται με τον θάνατο ενός και ex officio από τον επικεφαλής της Αυλής και τον Δούκα του Νόρφολκ.
Η Μεγκ Ράσελ, καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου (UCL), αναλύει την ιστορία της συμμετοχής των ευγενών στη Βουλή. «Η Βουλή των Λόρδων έχει αρχαίες ρίζες και αν και έχει υποστεί πολλές αλλαγές με τα χρόνια, η αρχική της μορφή περιλάμβανε ισχυρούς της χώρας που συμβούλευαν τον μονάρχη», σημειώνει η Ράσελ στο The Conversation.
Αρχικά, δεν υπήρχε σταθερός κανονισμός για τη συμμετοχή συγκεκριμένων ατόμων σε κάθε συνεδρίαση, αλλά με την πάροδο του χρόνου, οι διαδικασίες έγιναν πιο σταθερές. Οι «Κανονικοί Λόρδοι» απέκτησαν κληρονομικούς τίτλους που περνούσαν μέσω της οικογενειακής τους διαδοχής. Από τον 14ο αιώνα, οι δύο αίθουσες του κοινοβουλίου άρχισαν να συνεδριάζουν χωριστά.
Μέχρι το 1957, τα μισά μέλη της Βουλής των Λόρδων προέρχονταν από τίτλους που δημιουργήθηκαν μόλις τον 20ό αιώνα. Αυτό περιλάμβανε απόγονοι γνωστών πολιτικών όπως ο Λόιντ Τζορτζ και ο Στρατάρχης Μοντκόμερι. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Εργατικός πρωθυπουργός Κλέμεντ Άτλη έλαβε τίτλο το 1955, ο οποίος κληρονομήθηκε από τον εγγονό του.
Η κληρονομική φύση των τίτλων δημιούργησε προκλήσεις όσον αφορά το μέγεθος της Βουλής, καθώς οι τίτλοι δεν εξαφανίζονταν με τον θάνατο του κατόχου τους, αλλά μεταβιβάζονταν στους άνδρες διαδόχους τους. Παρά τις πιέσεις για τη δημιουργία νέων ευγενών, μέχρι το 1957, η διαδικασία αυτή είχε γίνει σπάνια.
Μετά το 1958, οι γυναίκες άρχισαν να συμμετέχουν στη Βουλή και το 1963 επιτράπηκε στις γυναίκες που κληρονόμησαν τίτλους να αποκτήσουν έδρα. Μια ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι η απονομή κληρονομικού τίτλου από τη Μάργκαρετ Θάτσερ στον Γουίλι Γουάιτλοου το 1983, ο οποίος δεν είχε αρσενικούς διαδόχους.
Ο Τόνι Μπλερ επιχείρησε να περιορίσει τη συμμετοχή των κληρονομικών ευγενών, καταλήγοντας σε έναν συμβιβασμό όπου 91 θα παρέμεναν στη Βουλή και οι υπόλοιποι 650 θα αποχωρούσαν. Αυτοί οι 92 θα αντικαθίστανταν μέσω εκλογικής διαδικασίας, η οποία δεν έχει πραγματοποιηθεί πρόσφατα, αφήνοντας μόνο 88 κληρονομικούς ευγενείς στη Βουλή.
Δεδομένων αυτών των εξελίξεων και της μειωμένης ισχύος της Βουλής, η Ράσελ υπογραμμίζει ότι η προτεινόμενη μεταρρύθμιση είναι καθυστερημένη και λιγότερο ιστορική από ό,τι πολλοί θα μπορούσαν να υποθέσουν.
Η ιστορία της Βουλής των Λόρδων αποδεικνύει τη μεταβολή του πολιτικού τοπίου στη Βρετανία και την ανάγκη για προσαρμογές που αντικατοπτρίζουν τις σύγχρονες αξίες και ανάγκες της κοινωνίας.