Η Νοτιοανατολική Ασία αντιμετωπίζει μια ραγδαία αύξηση της απειλής του οργανωμένου εγκλήματος, με ιδιαίτερη έμφαση στις κυβερνοαπάτες και την ανάπτυξη πολύπλοκων δικτύων στο πλαίσιο της ψηφιακής επανάστασης. Σύμφωνα με νέα έκθεση του Γραφείου του ΟΗΕ για τον Έλεγχο των Ναρκωτικών και την Πρόληψη του Εγκλήματος (UNODC), τα ασιατικά εγκληματικά συνδικάτα έχουν ενσωματώσει σύγχρονα επιχειρηματικά μοντέλα, αξιοποιώντας τεχνολογίες όπως το κακόβουλο λογισμικό, τη γεννητική τεχνητή νοημοσύνη (AI) και τα deepfakes.
Μόνο το 2023, οι οικονομικές ζημίες από κυβερνοαπάτες που έχουν ως επίκεντρο τη Νοτιοανατολική Ασία υπολογίζονται σε 37 δισεκατομμύρια δολάρια, με τα εγκλήματα που σχετίζονται με deepfake να καταγράφουν αύξηση 1530%. Παράλληλα, έχει αναδυθεί ένα νέο είδος δουλεμπορίου, με θύματα χιλιάδες ανθρώπους, κυρίως από ασιατικές χώρες, συμπεριλαμβανομένων πολλών επαγγελματιών του τομέα της πληροφορικής.
Δυστυχώς, πολλοί από αυτούς που αναζητούν καλύτερες ευκαιρίες εργασίας στο εξωτερικό καταλήγουν να εργάζονται αναγκαστικά σε εταιρείες διαδικτυακής απάτης, αντί για τις καλά αμειβόμενες θέσεις που νόμιζαν ότι είχαν βρει. Μόνο στην Ινδία, αναφέρονται 29.466 αγνοούμενοι πολίτες που ταξίδεψαν στην Καμπότζη, την Ταϊλάνδη, τη Μιανμάρ και το Βιετνάμ με βίζα επισκέπτη μεταξύ Ιανουαρίου 2022 και Μαΐου 2024, και δεν έχουν επιστρέψει ποτέ.
Αυτοί οι άνθρωποι είναι οι σύγχρονοι σκλάβοι του κυβερνοεγκλήματος, και οι αριθμοί τους είναι ανησυχητικοί.
Οι περισσότεροι από τους αγνοούμενους είναι ηλικίας 20 έως 39 ετών, και πάνω από τα δύο τρίτα είναι άνδρες. Υπάρχουν φόβοι ότι κρατούνται σε «εργοστάσια» διαδικτυακής απάτης σε χώρες όπως η Καμπότζη, το Λάος και η Μιανμάρ, όπου οι συνθήκες είναι εξαιρετικά επικίνδυνες.
Κέντρα κυβερνοδουλείας
Τα θύματα των κέντρων κυβερνοδουλείας δεν είναι μόνο φτωχοί και απελπισμένοι. Οι παραπλανητικές προσφορές εργασίας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προσελκύουν επίσης νεαρούς και εξειδικευμένους επαγγελματίες, ιδίως σε χώρες όπως η Ινδία, όπου η αγορά εργασίας δεν μπορεί να απορροφήσει τον αυξανόμενο αριθμό πτυχιούχων. Οι εγκληματικές οργανώσεις προσφέρουν ελκυστικές θέσεις εργασίας σε τομείς όπως το μάρκετινγκ και οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, συχνά συνοδευόμενες από υποσχέσεις για δωρεάν εισιτήρια, διαμονή και διατροφή.
Ωστόσο, μετά την άφιξή τους, οι εργαζόμενοι αυτοί οδηγούνται σε αυστηρά φρουρούμενες εγκαταστάσεις, όπου τους αφαιρούνται τα διαβατήρια και τους επιβάλλονται χρέη για τα έξοδα ταξιδιού και διαμονής. Εκπαιδεύονται σε τεχνικές κυβερνοαπάτης και εξαναγκάζονται να εργάζονται για 14 ή περισσότερες ώρες την ημέρα, χρησιμοποιώντας ψεύτικα προφίλ για να εξαπατούν ανυποψίαστους πολίτες.
Οι συνέπειες για την αποτυχία τους να πετύχουν τους στόχους τους είναι σφοδρές, με τιμωρίες που περιλαμβάνουν ξυλοδαρμούς, ηλεκτροσόκ και σεξουαλική βία.
Το νέο «Χρυσό Τρίγωνο»
Η εμπορία ανθρώπων για κυβερνοαπάτες οργανώνεται κυρίως από κινεζικές συμμορίες, οι οποίες έχουν επωφεληθεί από την πανδημία COVID-19 για να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους. Οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, με χαλαρούς ελέγχους και έλλειψη κράτους δικαίου, έχουν γίνει πρόσφορο έδαφος για αυτές τις εγκληματικές οργανώσεις.
Σύμφωνα με τον Δείκτη Διαφθοράς της Διεθνούς Διαφάνειας, το Λάος κατατάσσεται στην 136η θέση, η Καμπότζη στην 158η και η Μιανμάρ στην 162η θέση, γεγονός που αποδεικνύει την έκταση της διαφθοράς και της ανομίας στην περιοχή. Πολλές εγκαταλελειμμένες υποδομές έχουν μετατραπεί σε κέντρα κυβερνοαπάτης, προκαλώντας ανησυχία σε χώρες όπως η Ινδία, που καταγράφουν ολοένα και περισσότερα θύματα.
Η ινδική κυβέρνηση έχει συστήσει ειδική ομάδα εργασίας για τη συλλογή στοιχείων σχετικά με τους αγνοούμενους και έχει ξεκινήσει πρωτοβουλίες για την ενίσχυση των μηχανισμών εντοπισμού υποψήφιων θυμάτων πριν από την αναχώρησή τους από την Ινδία. Ωστόσο, οι ειδικοί εκτιμούν ότι το κυβερνοέγκλημα θα ξεπεράσει σύντομα σε κέρδη το λαθρεμπόριο ναρκωτικών στο διαβόητο «Χρυσό Τρίγωνο» μεταξύ Λάος, Ταϊλάνδης και Μιανμάρ, καθιστώντας την κατάσταση ακόμη πιο ανησυχητική.