Από σήμερα (13/11), η Μαρίν Λεπέν, η ηγέτιδα της γαλλικής ακροδεξιάς, βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο απώλειας του δικαιώματος του εκλέγεσθαι, καθώς κατηγορείται για υπεξαίρεση.
Η Εισαγγελία του Δικαστηρίου του Παρισιού, όπου έχει παραπεμφθεί η Λεπέν, ζήτησε την ποινή της πενταετούς φυλάκισης με αναστολή, την απαγόρευση εκλογών για πέντε χρόνια και την επιβολή προστίμου 300.000 ευρώ.
Η κατηγορία αφορά σε καταγγελίες ότι κατά τη διάρκεια της θητείας της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (2004-2017), παρουσίαζε ως συνεργάτες της υπαλλήλους του κόμματος «Εθνικός Συναγερμός» που στην πραγματικότητα εργάζονταν για το κόμμα και όχι για τις κοινοβουλευτικές της δραστηριότητες.
Εάν γίνει αποδεκτή η πρόταση της εισαγγελίας, η Λεπέν δεν θα μπορεί να διεκδικήσει για τέταρτη φορά την προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας το 2027.
Η Λεπέν, αρνούμενη τις κατηγορίες, δήλωσε ότι «στόχος τους είναι να με εμποδίσουν να είμαι υποψήφια το 2027» και πρόσθεσε ότι «όποιος δεν το καταλαβαίνει είναι τυφλός και κουφός».
Αίσθημα ατιμωρησίας
Η γαλλική εφημερίδα Liberation αναφέρει ότι η εισαγγελία δεν έδωσε βάση στις ασαφείς εξηγήσεις που παρέσχε η υπεράσπιση κατά τη διάρκεια της δίκης. Η αναπληρώτρια εισαγγελέας, Louise Neyton, δήλωσε ότι «η εναλλακτική μυθοπλασία που προβάλλεται από την υπεράσπιση δεν επιβεβαιώνεται από κανένα στοιχείο».
Σύμφωνα με τον εισαγγελέα, οι κατηγορίες κατά της Λεπέν επιβεβαιώνονται από το φάκελο της υπόθεσης. Για τρεις θητείες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο Εθνικός Συναγερμός αναζητούσε «εξωτερικές πηγές χρηματοδότησης, νόμιμες ή μη», στο πλαίσιο ενός οργανωμένου συστήματος που καθοδηγούνταν από την ηγεσία του κόμματος, με σκοπό την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του Εθνικού Συναγερμού και των ηγετών του.
Στόχος αυτού του συστήματος ήταν να ανακουφιστούν τα οικονομικά προβλήματα του κόμματος, το οποίο είχε χρέη άνω των 9 εκατομμυρίων ευρώ.
Η εισαγγελία περιέγραψε ότι το σύστημα περιλάμβανε τη μεταφορά όσο το δυνατόν περισσότερων μισθών του κομματικού προσωπικού σε δημόσια κονδύλια, συγκεκριμένα εκείνα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι ευρωβουλευτές είχαν στη διάθεσή τους σημαντικά ποσά για την πρόσληψη βοηθών, κυμαινόμενα μεταξύ 15.000 και 24.000 ευρώ μηνιαίως.
Ωστόσο, η εργασία των κοινοβουλευτικών βοηθών ήταν πλασματική και δεν ωφέλησε ποτέ τους επίσημους εργοδότες τους, αλλά μόνο τον μηχανισμό του FN. Ο εισαγγελέας Nicolas Barret τόνισε ότι «δεν μπορούμε να βρούμε κανένα περιεχόμενο, καμία σημείωση, καμία ανταλλαγή και μια δύσκολη σχέση με την αλήθεια».