Η πρόσφατη φονική επίθεση στο Ζόλινγκεν, πριν από τρεις εβδομάδες, από έναν Σύρο πρόσφυγα που μαχαίρωσε τρία άτομα, καθώς και η αύξηση της Ακροδεξιάς στις εκλογές σε δύο κρατίδια της Ανατολικής Γερμανίας, έχουν προκαλέσει σημαντικές αλλαγές στη μεταναστευτική πολιτική της Γερμανίας.
Οι γειτονικές χώρες της Γερμανίας εκφράζουν έντονη δυσαρέσκεια για τους αυστηρούς συνοριακούς ελέγχους.
Πριν από δύο ημέρες, η Ομοσπονδιακή Βουλή συζήτησε το πρώτο πακέτο μέτρων που στοχεύει στην ενίσχυση της εσωτερικής ασφάλειας και στην εφαρμογή αυστηρότερων κανονισμών για το άσυλο. Από τη Δευτέρα, θα ξεκινήσουν εντατικοί έλεγχοι στα χερσαία σύνορα της Γερμανίας.
Η υπουργός Εσωτερικών, Νάνσι Φέζερ, δήλωσε ότι με δύο προτάσεις νόμου η γερμανική κυβέρνηση ανταποκρίνεται στην υποχρέωση ενός δημοκρατικού κράτους να προστατεύει την ελευθερία και την ασφάλεια των πολιτών. Οι νέες νομοθετικές ρυθμίσεις περιλαμβάνουν:
- Αυστηρότερους κανονισμούς και απαγορεύσεις για τη χρήση μαχαιριών σε δημόσιες εκδηλώσεις.
- Ενίσχυση των εξουσιών των Αρχών Ασφαλείας στην καταπολέμηση του ριζοσπαστικού ισλαμισμού, ειδικά μέσω διαδικτυακών ερευνών.
- Απελάσεις προσφύγων που έχουν ήδη καταδικαστεί στη Γερμανία.
- Μείωση ή και κατάργηση των κοινωνικών επιδομάτων για πρόσφυγες που έχουν λάβει άσυλο ή έχουν καταγραφεί σε άλλη χώρα της ΕΕ.
Αυτά τα επιδόματα συχνά λειτουργούσαν ως κίνητρο για πρόσφυγες που είχαν υποβάλει αίτηση ασύλου σε άλλες χώρες της ΕΕ, και με τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα κατέληγαν στη Γερμανία εντός 90 ημερών.
Για να περιοριστούν αυτές οι «δευτερογενείς μεταναστευτικές ροές», από τη Δευτέρα θα εφαρμοστούν αυξημένοι έλεγχοι στα σύνορα με όλες τις γειτονικές χώρες της Γερμανίας, αρχικά για 6 μήνες. Παρόμοιοι έλεγχοι υπάρχουν ήδη στα σύνορα με την Πολωνία, την Τσεχία, την Αυστρία και την Ελβετία από το 2015.
Άτομα που θα εντοπίζονται θα παραμένουν σε «εγκαταστάσεις» κοντά στη μεθόριο, προκειμένου να επαναπροωθηθούν στη χώρα της ΕΕ όπου έχουν καταγραφεί.
Αντιδράσεις από τις γειτονικές χώρες
Η γερμανική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι όλα τα μέτρα είναι «συμβατά» με την ευρωπαϊκή νομοθεσία και αποτελούν εφαρμογή του Κανονισμού του Δουβλίνου. Ωστόσο, οι γειτονικές χώρες-μέλη της ΕΕ πρέπει να αποδεχτούν τις γερμανικές αιτήσεις επανεισδοχής προσφύγων, κάτι που προκαλεί έντονες αντιδράσεις.
Η Αυστρία έχει δηλώσει ότι δεν θα δέχεται πρόσφυγες πίσω, ενώ η νέα κυβέρνηση της Ιταλίας δεν αποδέχεται γερμανικές αιτήσεις επανεισδοχής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η Γερμανία να μην μπορεί να πάρει πρόσφυγες από την Ιταλία στο πλαίσιο της κατανομής εντός της ΕΕ. Από τις 15.000 αιτήσεις επανεισδοχής που υποβλήθηκαν πέρυσι, μόλις 11 πρόσφυγες επαναπατρίστηκαν στην Ιταλία.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, υπάρχουν δικαστικές αποφάσεις που απαγορεύουν την επαναπροώθηση προσφύγων, καθώς δεν διασφαλίζεται το ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης για όσους έχουν λάβει άσυλο. Ωστόσο, οι πιέσεις για επανεισδοχή προσφύγων με άσυλο θα ενταθούν και προς την Ελλάδα.
«Σχεδόν εξαντλημένοι» οι κρατικοί πόροι
Η υπουργός Εσωτερικών της Γερμανίας, σε επιστολή της προς την Επιτροπή της ΕΕ, εξήγησε την ανάγκη για την επέκταση των ελέγχων σε όλα τα χερσαία σύνορα της χώρας, επικαλούμενη την πίεση που ασκεί το Μεταναστευτικό και τα προβλήματα εσωτερικής ασφάλειας.
Σύμφωνα με τη Φέζερ, οι ομοσπονδιακοί και κρατικοί πόροι για την υποδοχή και φροντίδα των προσφύγων είναι «σχεδόν εξαντλημένοι» και πλησιάζουν τα όρια του εφικτού. «Η δημιουργία πρόσθετων καταλυμάτων δεν είναι δυνατή επ’ αόριστον», τόνισε στην επιστολή της, η οποία κατατέθηκε στην Κομισιόν τη Δευτέρα, όταν ανακοινώθηκαν οι νέοι έλεγχοι. «Καμία χώρα στον κόσμο δεν μπορεί να δέχεται απεριόριστα πρόσφυγες», πρόσθεσε, εκτιμώντας ότι η μεταναστευτική πίεση θα παραμείνει «υψηλή».
Η υπουργός εξέφρασε επίσης την ανησυχία της για «την εντεινόμενη δυσλειτουργία» του Κανονισμού του Δουβλίνου, που απαιτεί από τους πρόσφυγες να υποβάλουν αίτηση για άσυλο στη χώρα πρώτης εισόδου στην ΕΕ. Κάλεσε την Κομισιόν να εργαστεί ενεργά και δυναμικά για να επιτευχθεί πρόοδος στο θέμα αυτό.
Ο Κανονισμός του Δουβλίνου ισχύει από το Σεπτέμβριο του 1997 και προβλέπει ότι οι πρόσφυγες πρέπει να υποβάλουν αίτηση για άσυλο στη χώρα στην οποία εισήλθαν πρώτα στην ΕΕ.