Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε μια σαφή στρατηγική για τη Μέση Ανατολή. Υποστήριξε τις θέσεις του Ισραήλ, θεωρώντας το Ιράν ως τον κύριο αντίπαλο των ΗΠΑ, και επιδίωξε την εξομάλυνση των σχέσεων του Ισραήλ με τα φιλοαμερικανικά κράτη του Κόλπου.
Το «σχέδιο ειρήνης» που παρουσίασε για το Μεσανατολικό ήταν κυρίως ευνοϊκό για το Ισραήλ και δεν περιλάμβανε την ίδρυση Παλαιστινιακού κράτους. Επιπλέον, ήταν αυτός που ανέλαβε την πρωτοβουλία για την μονομερή αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, με στόχο τη δημιουργία ενός αντι-ιρανικού άξονα στην περιοχή.
Η συγκυρία της εποχής τον ευνόησε. Η συνεχιζόμενη διαίρεση στο Παλαιστινιακό κίνημα περιόρισε τη δυνατότητα υποστήριξης προς αυτόν. Η Σαουδική Αραβία, που ήταν ακόμα βαθιά εμπλεκόμενη στον πόλεμο στην Υεμένη και είχε υποστεί σοβαρές ζημιές στις υποδομές της, πιθανότατα λόγω ιρανικής εμπλοκής, ήταν ανοιχτή σε μια πιο σκληρή στάση απέναντι στην Τεχεράνη. Ο πόλεμος στη Συρία ήταν το κύριο μέτωπο για τη Ρωσία, ενώ το Μπαχρέιν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα συμφώνησαν να αποκαταστήσουν τις διπλωματικές τους σχέσεις με το Ισραήλ.
Ο Τραμπ εργάστηκε για την οικοδόμηση σχέσεων στην περιοχή, ξεκινώντας τις διεθνείς επισκέψεις του από τη Σαουδική Αραβία. Επένδυσε στη σχέση του με τον πρίγκιπα διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν. Παρά τις πληροφορίες της CIA για την εμπλοκή της Σαουδικής Αραβίας στη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι, επέλεξε να μην αναλάβει δράση, σε αντίθεση με τον Τζο Μπάιντεν αργότερα, ενώ εξέφρασε κάποιες επιφυλάξεις σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Το νέο τοπίο
Σήμερα, η κατάσταση είναι διαφορετική. Αν και οι κυβερνήσεις του Κόλπου βλέπουν τον Τραμπ ως γνωστό και αξιόπιστο συνομιλητή, η πραγματικότητα έχει αλλάξει.
Οι συνεχείς στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ισραήλ στη Γάζα καθιστούν δύσκολη την προοπτική περαιτέρω εξομάλυνσης των σχέσεων της Σαουδικής Αραβίας με το Ισραήλ. Ακόμα και τα πιο αυταρχικά καθεστώτα δεν επιθυμούν να συγκρουστούν με την καθολική καταδίκη του Ισραήλ από την αραβική κοινή γνώμη.
Η αντιπαράθεση με το Ιράν έχει επίσης εξελιχθεί. Η προσπάθεια των ΗΠΑ να αποσυρθούν μερικώς από την περιοχή δημιούργησε νέες δυναμικές. Κορυφαία στιγμή αυτής της εξέλιξης ήταν η αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν, τον Μάρτιο του 2023, με τη διαμεσολάβηση της Κίνας. Αυτή η αναβάθμιση φαίνεται να συνεχίζεται, με σημαντικές συναντήσεις και τηλεφωνικές επικοινωνίες μεταξύ των ηγετών των δύο χωρών.
Σε ευρύτερο πλαίσιο, οι χώρες του Κόλπου φαίνεται να προσανατολίζονται προς μια λογική μεγαλύτερης «πολυπολικότητας». Αυτό φάνηκε στην απροθυμία τους να ακολουθήσουν τις δυτικές χώρες στην επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία μετά την εισβολή στην Ουκρανία, ενώ οι τιμές του πετρελαίου διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό από τη συνεργασία Ρωσίας και Σαουδικής Αραβίας στο OPEC+. Η Κίνα επίσης προσπαθεί να ενισχύσει τις οικονομικές σχέσεις της με τις χώρες της περιοχής.
Η διακήρυξη της κοινής συνόδου του Αραβικού Συνδέσμου και του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας τονίζει ότι η βάση για οποιαδήποτε διαπραγμάτευση είναι ο τερματισμός των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Γάζα και το Λίβανο, καθώς και η αναγνώριση της κυριαρχίας του Ιράν και του Ιράκ. Καλεί επίσης στην απαγόρευση αποστολής όπλων στο Ισραήλ, στέλνοντας ένα μήνυμα στον Τραμπ ότι η διαδικασία προσέγγισης εξαρτάται από την αναστολή της μονομερούς υποστήριξης προς το Ισραήλ.
Από την άλλη πλευρά, ο Τραμπ συνεχίζει να επενδύει στη σχέση του με τη Σαουδική Αραβία. Ο γαμπρός του, Τζάρεντ Κούσνερ, έχει αναλάβει ρόλο συνομιλητή με τον Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, καθώς το βασίλειο έχει επενδύσει δύο δισεκατομμύρια δολάρια στο private equity fund που διαχειρίζεται ο Κούσνερ.
Οι δυσκολίες
Ωστόσο, η προοπτική εξομάλυνσης των σχέσεων φαίνεται δύσκολη αυτή τη στιγμή. Η Σαουδική Αραβία επιθυμεί αναβαθμισμένες εγγυήσεις ασφαλείας και τη συνεργασία των ΗΠΑ για την ανάπτυξη πυρηνικής ενέργειας, αλλά είναι απίθανο να προχωρήσει σε αποκατάσταση σχέσεων με το Ισραήλ. Επιπλέον, φοβάται ότι μια κλιμάκωση των ισραηλινών επιθέσεων στο Ιράν θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τις δικές της πετρελαϊκές εγκαταστάσεις, αν το Ιράν ή οι σύμμαχοί του αποφασίσουν να επεκτείνουν τη σύγκρουση.
Ταυτόχρονα, ο Τραμπ έχει στελεχώσει το επιτελείο του με άτομα που έχουν επιθετική στάση απέναντι στο Ιράν και υποστηρίζουν το Ισραήλ. Παρόλα αυτά, οι πολιτικές του επιλογές δεν είναι πάντα γραμμικές και, αν και είναι υποστηρικτικός προς το Ισραήλ, δεν είναι βέβαιο ότι θα επιθυμούσε μια παράταση της υπάρχουσας κατάστασης.
Οποιαδήποτε προσπάθειά του για συνολική ειρηνική λύση θα απαιτήσει να αντιμετωπίσει το ζήτημα του τερματισμού των στρατιωτικών επιχειρήσεων του Ισραήλ. Εάν επιλέξει να ενισχύσει περαιτέρω τη στήριξή του προς το Ισραήλ, ειδικά σε μια περίοδο που οι ακροδεξιοί επαναφέρουν σχέδια για προσάρτηση της Δυτικής Όχθης, η επικοινωνία με τον αραβικό και ισλαμικό κόσμο θα γίνει ακόμα πιο δύσκολη.
Αυτό σημαίνει ότι θα αντιμετωπίσει τα ίδια προβλήματα που αντιμετώπισε και η κυβέρνηση Μπάιντεν. Η αρχή οποιασδήποτε διπλωματικής πρωτοβουλίας απαιτεί την αποδέσμευση από την άνευ όρων υποστήριξη στο Ισραήλ, ενώ αυτή η υποστήριξη παραμένει σταθερή στην αμερικανική πολιτική.