Η Τουρκία έχει αποδείξει έμπρακτα την πρόθεσή της να επιδεινώσει τις σχέσεις της με το Ισραήλ, από την αίτηση για επιβολή εμπάργκο όπλων μέχρι την υποστήριξη για διεθνές ένταλμα σύλληψης του Μπενιαμίν Νετανιάχου. Ωστόσο, υπάρχει κάποιο όριο σε αυτή την άνευ προηγουμένου κλιμάκωση;
Ασφαλώς, οι σχέσεις των δύο χωρών έχουν ρίζες που εκτείνονται αιώνες πίσω, ήδη από τον 15ο αιώνα, κατά την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Εβραίοι Οθωμανοί απολάμβαναν προνόμια, όπως η δυνατότητα να κατέχουν σημαντικές θέσεις σε κρατικούς θεσμούς και να ασχολούνται ελεύθερα με επιχειρηματικές δραστηριότητες, όπως αναφέρουν οι Καναδή δημοσιογράφος Τάνια Γκουντσουζιάν και ο Τούρκος επίκουρος καθηγητής Μουράτ Ασλάν σε ανάλυσή τους στο αμερικανικό Ινστιτούτο Κουίνσι.
Η σημερινή εβραϊκή κοινότητα της Τουρκίας, η οποία είναι κυρίως συγκεντρωμένη στην Κωνσταντινούπολη, προέρχεται από αυτή την εποχή. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, οι Εβραίοι στην Τουρκία συνέχισαν να ευδοκιμούν, σε αντίθεση με άλλες εβραϊκές κοινότητες σε αραβικές χώρες.
Οι Γκουντσουζιάν και Ασλάν αναφέρουν ότι η εβραϊκή κοινότητα της Τουρκίας παραμένει σε μεγάλο βαθμό σιωπηλή κατά τις περιόδους αυξανόμενων εντάσεων μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας, αποφεύγοντας τη δημόσια εμπλοκή σε συγκρούσεις, όπως αυτές στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη, και προτιμώντας να διασφαλίσει την ασφάλεια και τη βιωσιμότητά της εντός της Τουρκίας.
Η εποχή των μεγάλων εντάσεων
Παρά την ιστορική τους σχέση, οι σχέσεις Ισραήλ-Τουρκίας έχουν επιδεινωθεί σημαντικά, κυρίως λόγω των πολιτικών της σημερινής ισραηλινής κυβέρνησης. Ένας παρατεταμένος πόλεμος στη Γάζα, οι συγκρούσεις στον Λίβανο, η επέκταση των εποικιστικών δραστηριοτήτων στη Δυτική Όχθη και η αδυναμία επίλυσης του Παλαιστινιακού ζητήματος έχουν οδηγήσει σε αυτό το αδιέξοδο.
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι οι σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ είναι πιθανό να επανέλθουν σε ένα status quo antebellum.
Η ιδεολογία των δύο κυβερνήσεων είναι εντελώς αντίθετη, κάτι που έχει επιδεινώσει τις διμερείς σχέσεις σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Από την πλευρά του Ισραήλ, οι υπερσυντηρητικοί εταίροι του Μπενιαμίν Νετανιάχου έχουν σκληρύνει τις πολιτικές τους απέναντι στους Παλαιστίνιους και άλλες μειονότητες, επηρεάζοντας την περιοχή και τις γειτονικές χώρες.
Από την άλλη, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, από την άνοδο του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης το 2002, έχει υιοθετήσει μια εξωτερική πολιτική που επικεντρώνεται στη «δικαιοσύνη και τις ισλαμικές αξίες». Τα δικαιώματα των Παλαιστινίων έχουν γίνει σημαντικός μοχλός της πολιτικής του, με τις εντάσεις να κορυφώνονται μετά το περιστατικό με το πλοίο Mavi Marmara το 2010, όταν οι ισραηλινές δυνάμεις σκότωσαν 10 Τούρκους ακτιβιστές. Η Τουρκία ζήτησε αποζημίωση και καταδίκασε τις ενέργειες του Ισραήλ, κάτι που επιδείνωσε περαιτέρω την κατάσταση.
Θα επανέλθουν οι σχέσεις;
Ωστόσο, η μακρά ιστορία της συνεργασίας και των αμοιβαίων συμφερόντων δείχνει ότι η σχέση τους πιθανότατα θα αντέξει τις τρέχουσες προκλήσεις. Οι ειδικοί σημειώνουν ότι η ενεργειακή συνεργασία έχει αποτρέψει την πλήρη διακοπή των σχέσεων.
«Τα κοινά συμφέροντα στην ενεργειακή συνεργασία έχουν προκαλέσει διάλογο μεταξύ του Ερντογάν και των Ισραηλινών ηγετών, συμπεριλαμβανομένων του προέδρου Ισαάκ Χέρτζογκ και του Νετανιάχου. Οι συναντήσεις, όπως αυτή που πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη στις 20 Σεπτεμβρίου 2023, σηματοδότησαν πρόοδο προς την πλήρη ομαλοποίηση», αναφέρουν οι ειδικοί.
Εκτιμούν ότι οι σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ είναι πιθανό να επανέλθουν σε ένα status quo antebellum, «αλλά αυτό θα απαιτούσε από το Ισραήλ να υιοθετήσει ξανά κεντρώες πολιτικές, να απορρίψει την επεκτατική και νεοαποικιακή ατζέντα των υπερορθόδοξων και εθνο-εθνικιστικών πολιτικών κομμάτων του Ισραήλ, και να αποδεχθεί μια συμφωνία που θα σέβεται τις παλαιστινιακές φιλοδοξίες για ένα βιώσιμο κράτος».