Έφυγε από τη ζωή σήμερα Κυριακή (15/9) ο αγαπημένος λαϊκός τραγουδιστής, Κώστας Καρουσάκης. Ο Καρουσάκης είχε αφήσει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην ελληνική μουσική, με πολλά από τα τραγούδια του να γίνονται μεγάλες επιτυχίες κατά τις προηγούμενες δεκαετίες.
Μεταξύ των πιο γνωστών κομματιών του είναι τα «Βάλε μου να πιω», «Μη μου τη χαλάς τη νύχτα», «Ισοβίτης», «Έγκλημα Καρδιάς», «Αυτή η Γυναίκα θα ‘ναι το φινάλε μου», «Εραστής», «Μη Μου Μιλάτε», «Εγώ για το Χατίρι σου».
Ο Κώστας Καρουσάκης διακρίθηκε στην αθηναϊκή νύχτα από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 μέχρι και τη δεκαετία του ’90. Τραγουδούσε στη «Νεράιδα της Κυψέλης» μέχρι το 1974, οπότε και άνοιξε το δικό του νυχτερινό κέντρο στις Τζιτζιφιές.
Ωστόσο, μία βραδιά στη «Νεράιδα της Κυψέλης» τον χειμώνα του 1973 θα μείνει στην ιστορία, καθώς μια παραγγελιά οδήγησε σε ένα από τα πιο φονικά επεισόδια που έχουν συμβεί σε νυχτερινά κέντρα στην Αθήνα, με πρωταγωνιστή τον Νίκο Κοεμτζή.
Πώς συνέβη το φονικό
Ήταν η δεύτερη Κυριακή της αποκριάς του 1973. Ο Νίκος Κοεμτζής είχε αποφυλακιστεί πρόσφατα από τις φυλακές της Θεσσαλονίκης, όπου είχε εκτίσει ποινή για μικροκλοπές. Ήθελε να διασκεδάσει και κάλεσε τον μικρότερο αδερφό του, Δήμο, και την παρέα τους να βγουν έξω.
Η παρέα επισκέφτηκε διάφορα μαγαζιά και κατέληξε στη «Νεράιδα της Αθήνας» στην Κυψέλη. Το κλίμα ήταν βαρύ, καθώς ο Νίκος είχε τσακωθεί με τη φίλη του, Σοφία Χαράτζη. Στην παρέα ήταν τρεις άνδρες (ο Νίκος, ο Δημοσθένης και ο Θωμάς Καραμάνης) και τρεις γυναίκες, μεταξύ των οποίων και η Σοφία.
Λίγο μετά τις 4 το πρωί, ο Νίκος ζήτησε από τον αδερφό του να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο για εκείνον. Ο Δήμος πήγε στην ορχήστρα και ζήτησε τις «Βεργούλες» του Μάρκου Βαμβακάρη. Ο Κώστας Καρουσάκης, που τραγουδούσε εκείνη τη στιγμή, αρνήθηκε ευγενικά, λέγοντας ότι δεν γνωρίζει το τραγούδι και ότι το μαγαζί ήταν γεμάτο, οπότε δεν θα δεχόταν παραγγελίες. Ο Δήμος κατέβηκε από την πίστα απειλώντας ότι «θα τα σπάσουν όλα».
Στη συνέχεια, ο Τάκης Αθανασιάδης πήρε το μικρόφωνο και ο Δήμος του ζήτησε ξανά τις «Βεργούλες» ή ένα παλιό ρεμπέτικο. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, Δημήτρης Σχίζας, αποφάσισε να εκτελέσει την παραγγελιά και κάλεσε τον κόσμο να κατέβει από την πίστα.
Μια παρέα αστυνομικών, ωστόσο, αρνήθηκε να κατέβει και συνέχισε να χορεύει. Κανείς δεν ήθελε να αντιπαρατεθεί με αστυνομικούς εκείνη την εποχή. Όταν ο Δήμος άρχισε να χορεύει, οι αστυνομικοί τον εμπόδισαν, τον έσπρωξαν και εκείνος έπεσε, κόβοντας τα χέρια του στα σπασμένα πιάτα. Ο Νίκος Κοεμτζής, σε κατάσταση αμόκ, σηκώθηκε, άνοιξε τη φαλτσέτα του και φώναξε «παραγγελιά ρε», επιτιθέμενος σε όποιον βρισκόταν μπροστά του.
Από το μακελειό, δύο αστυνομικοί, ο υπενωμοτάρχης Μανώλης Χριστοδουλάκης, 28 ετών, και ο αστυφύλακας Δημήτρης-Μιχαήλ Πέγιας, 31 ετών, καθώς και ο φανοποιός Γιάννης Κούρτης, 34 ετών, έχασαν τη ζωή τους. Επίσης, επτά άτομα τραυματίστηκαν, μεταξύ των οποίων και ο φίλος του Κοεμτζή, Θωμάς Καραμάνης.
Λίγες μέρες μετά το συμβάν, ο Νίκος Κοεμτζής συνελήφθη στη Δάφνη ενώ προσπαθούσε να διαφύγει στο εξωτερικό. Αν και δεν παραδόθηκε, απείλησε τους αστυνομικούς με το μαχαίρι του. Τελικά, ένας αστυνομικός τον πυροβόλησε στο πόδι και λίγο αργότερα συνελήφθη.
Η δίκη του Κοεμτζή ολοκληρώθηκε τρεις μέρες πριν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο και επτά φορές σε ισόβια. Επί σχεδόν τρία χρόνια ζούσε με την απειλή της εκτέλεσης, αλλά τελικά γλίτωσε με την κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα, και η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια. Αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους στις 31 Μαρτίου 1996 και ζούσε πουλώντας το βιβλίο της αυτοβιογραφίας του στο κέντρο της Αθήνας.
«Φώναζε: ”Πού είναι ο Καρουσάκης να τον σφάξω”»
Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Έθνος, ο Κώστας Καρουσάκης περιέγραψε τα γεγονότα της μοιραίας νύχτας της 25ης Φεβρουαρίου.
«Αυτή η νύχτα δεν ξεχνιέται, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Σάββατο βράδυ, το μαγαζί ήταν γεμάτο. Τελείωνα το πρώτο μέρος του προγράμματός μου, όταν ήρθε μια παρέα έξι ατόμων. Τρεις άνδρες και τρεις γυναίκες. Κάθισαν μπροστά, δίπλα στη σκάλα που οδηγούσε στα καμαρίνια.
Κάποια στιγμή, ο αδελφός του Κοεμτζή μου ζήτησε να τραγουδήσω τις “Βεργούλες”. Εγώ αρχικά έκανα ότι δεν τον άκουσα. Είδα τις γυναίκες της παρέας να φεύγουν και να μένουν μόνο οι άντρες.
Ο Κοεμτζής επέμενε: ”Παίξε τις Βεργούλες να χορέψει ο αδελφός μου”. Εγώ του είπα ότι δεν το ξέρω. Βλέποντας όμως την επιμονή του, παρακάλεσα τον Τάκη Αθανασιάδη να το πει. Δεν ήταν εύκολο να κατεβάσουμε τόσο κόσμο από την πίστα. Ο αδελφός του Κοεμτζή ανέβηκε να χορέψει και μαζί του χόρευαν κι άλλοι.
Ξαφνικά, άκουσα φωνές και είδα τον Κοεμτζή να βγάζει μαχαίρι και να επιτίθεται σε κόσμο. Το αίμα έτρεχε ποτάμι στην πίστα. Όταν βγήκα έξω, με έσπρωξε ένας φίλος μου στην άκρη για να με προστατέψει, καθώς ο Κοεμτζής φώναζε: ”Πού είναι ο Καρουσάκης να τον σφάξω”».