Η τελευταία προσπάθεια της Sony να διευρύνει το σύμπαν των κακών του Spider-Man, με τίτλο Kraven the Hunter, κάνει την εμφάνισή της στις κινηματογραφικές αίθουσες, στοχεύοντας στο box office και τους θεατές. Με τον Aaron Taylor-Johnson στον πρωταγωνιστικό ρόλο, η ταινία προσπαθεί να παρουσιάσει μια πιο σκληρή εκδοχή του γνωστού αντιήρωα. Καταφέρνει άραγε να επιτύχει τον στόχο της ή πρόκειται για μια ακόμη άχρηστη προσθήκη στο lore, παρόμοια με το Madame Web, που θα έπρεπε να είχε παραμείνει ανενεργό; Η απάντηση είναι σαφής, αλλά σίγουρα όχι σύντομη, καθώς υπάρχουν πολλά σημεία που χρήζουν κριτικής.
Στην ταινία, ο Aaron Taylor-Johnson υποδύεται τον Sergei Kravinoff, τον αποξενωμένο γιο του σκληρού αρχιμαφιόζου Nikolai (τον οποίο υποδύεται ο Russell Crowe, προσπαθώντας να δώσει το καλύτερο σε έναν ρόλο που φαίνεται καρικατούρα). Μετά από μια τραυματική παιδική ηλικία, που επηρεάζεται από τη σκληρή φιλοσοφία του πατέρα του, ο Sergei μεταμορφώνεται από έναν επαναστάτη σε έναν υπερφυσικό κυνηγό, ύστερα από μια επίθεση λιονταριού και την παρέμβαση της Calypso (Ariana DeBose), η οποία τον σώζει με ένα μαγικό φίλτρο. Αν και δεν περιμέναμε μια επιστημονικά τεκμηριωμένη εξήγηση για αυτή τη μεταμόρφωση – δεδομένου ότι πρόκειται για ταινία υπερηρώων – η προχειρότητα με την οποία δικαιολογείται είναι εντυπωσιακή, ακόμα και για το συγκεκριμένο είδος, και δείχνει την αδιάφορη στάση που έχει το φιλμ απέναντι στην πλοκή.
Η ταινία είναι γεμάτη από ίντριγκες, προδοσίες και περιττές υποπλοκές, με αποτέλεσμα να μοιάζει περισσότερο με σουρεαλιστικό οικογενειακό δράμα παρά με ταινία δράσης. Ο χαρακτήρας του μικρότερου αδελφού, Dmitri (Fred Hechinger), που προορίζεται να γίνει ο Chameleon, προσφέρει κάποιες ενδιαφέρουσες στιγμές, καθώς αλλάζει πλευρές στη σύγκρουση μεταξύ του αδελφού του και του πατέρα του, προσφέροντας μερικές αστείες, αν και παράξενες, σκηνές (όπως η εντελώς αναπάντεχη μίμηση του Tony Bennett, που πρέπει να τη δείτε για να την πιστέψετε).
Ωστόσο, η ποικιλία των χαρακτήρων δεν περιορίζεται εδώ. Ο Alessandro Nivola υποδύεται τον Rhino, του οποίου το δέρμα σκληραίνει σαν πέτρα αν δεν πάρει τα φάρμακά του, ενώ ο Christopher Abbott ως Foreigner μπορεί να υπνωτίσει τους αντιπάλους του… μετρώντας μέχρι το τρία. Ναι, είναι τόσο cringe όσο ακούγεται.
Αν οι σεναριογράφοι είχαν καταβάλει περισσότερη προσπάθεια για να προσφέρουν μια στοιχειώδη ανάπτυξη στους χαρακτήρες, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να ήταν λιγότερο αμήχανο. Οι σποραδικές απόπειρες δραματικής ανάπτυξης χάνονται μέσα σε ένα μπερδεμένο πλέγμα αντιπαλοτήτων και ψευδών «ανατροπών», που δυσκολεύει ακόμη και τον πιο έμπειρο θεατή να παρακολουθήσει.
Ο σκηνοθέτης J.C. Chandor φαίνεται να μην έχει καμία διάθεση να βάλει τάξη σε αυτό το σεναριακό χάος, αντίθετα, επιδιώκει να δικαιολογήσει το R-rating της ταινίας, γεμίζοντάς την με όσο το δυνατόν περισσότερο gore. Αν και οι σκηνές μάχης έχουν κάποια φαντασία και δείχνουν ψήγματα σκηνοθετικής ικανότητας, το μέτριο CGI δεν βοηθάει και το αποτέλεσμα μοιάζει περισσότερο με βιντεοπαιχνίδι παρά με κινηματογραφικό blockbuster.
Η πιο αξιόλογη πτυχή της ταινίας παραμένει ο ίδιος ο Taylor-Johnson. Εντελώς αφοσιωμένος στο ρόλο του, αγκαλιάζει την αναρχία του σεναρίου χωρίς να την περιορίζει και προσφέρει μια ζωώδη ερμηνεία. Έτσι, καταφέρνει να προσδώσει αληθοφάνεια στον χαρακτήρα του, ακόμα και όταν η ιστορία του φαίνεται τραβηγμένη από τα μαλλιά.
Συνολικά, το Kraven, κάτω από την «επικάλυψη» του υπερηρωικού έπους, αποδεικνύεται μια b-movie που, παρά την αιματηρή της προσέγγιση, δεν καταφέρνει ποτέ να γίνει τόσο επικίνδυνη ή ακραία όσο φαίνεται ότι επιδιώκει. Ούτε το gore ούτε η δράση μπορούν να αναπληρώσουν την έλλειψη ενός στιβαρού σεναριακού θεμέλιου, ούτε η αφοσίωση του Taylor-Johnson μπορεί να μας κάνει να ξεπεράσουμε τους κακογραμμένους διαλόγους και τα πρόχειρα ειδικά εφέ.
Δυστυχώς, μπορεί να λειτουργήσει μόνο ως guilty pleasure μιας χρήσης, για όσους αναζητούν μια δόση καταιγιστικής δράσης που θα ξεχαστεί μόλις τελειώσει η προβολή της.