Η πρόσφατη απόφαση των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης να προχωρήσουν σε 24ωρη απεργία, με την υποστήριξη της ΑΔΕΔΥ, παρά τη δικαστική απόφαση που την κήρυξε παράνομη, αποδεικνύει ότι η στρατηγική του υπουργείου Παιδείας δεν είχε άμεσα αποτελέσματα. Αυτή η κατάσταση, ωστόσο, αποκαλύπτει μια ανησυχητική τάση προς μια πιο αυταρχική προσέγγιση στις συλλογικές διεκδικήσεις των εργαζομένων.
Αντί να είναι η χώρα «όμηρος» συντεχνιών που εκμεταλλεύονται την ικανότητά τους να απεργούν, όπως υποστηριζόταν στο παρελθόν, σήμερα λείπει η συνδικαλιστική μαχητικότητα που έχει συνδεθεί με σημαντικές κατακτήσεις για τους εργαζόμενους. Αυτή η μαχητικότητα είναι απαραίτητη για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και ζωής.
Η κινητοποίηση των εκπαιδευτικών δεν ήταν μια προσπάθεια να ταλαιπωρηθούν γονείς και μαθητές, αλλά μια κραυγή αγωνίας για το μέλλον ενός σχολικού συστήματος που συνεχώς υποβαθμίζεται. Η εκπαίδευση, που θα έπρεπε να είναι προτεραιότητα, αντιμετωπίζεται συχνά ως κόστος προς μείωση, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προσφέρει την ποιότητα που απαιτείται.
Αυτό που παρατηρούμε είναι λιγότερο μια προσπάθεια προστασίας του κοινωνικού συνόλου από υποτιθέμενη συνδικαλιστική ασυδοσία και περισσότερο μια βαθιά ριζωμένη πεποίθηση ότι η απεργία, ως μορφή διαμαρτυρίας, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της δημοκρατίας. Η απεργία δεν είναι εχθρική πράξη, αλλά ένα θεμελιώδες δικαίωμα που πρέπει να προστατεύεται.
Σε μια εποχή που η αγορά έχει γίνει κρατική ιδεολογία και οδηγός πολιτικής, οι εργαζόμενοι που επιλέγουν να απεργήσουν αντιμετωπίζονται συχνά με καχυποψία. Ωστόσο, η δημοκρατία περιλαμβάνει και την απεργία, και αυτό είναι κάτι που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε.