Η κυβέρνηση βρίσκεται και πάλι υπό το μικροσκόπιο λόγω των υποκλοπών, καθώς η Υπηρεσία Έρευνας και Τεκμηρίωσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εκφράζει σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την ανεπαρκή προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών στην Ελλάδα. Στην έκθεσή της, επισημαίνει ότι οι πρόσφατες τροποποιήσεις του νόμου για τις παρακολουθήσεις παρουσιάζουν σημαντικές ελλείψεις.
«Μετά το σκάνδαλο των υποκλοπών, η Ελλάδα τροποποίησε τον νόμο περί πληροφοριών, αλλά είναι αβέβαιο αν οι αλλαγές θα καλύψουν τις υφιστάμενες ελλείψεις», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
Η εποπτεία της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ) στην Ελλάδα διασφαλίζεται κυρίως από την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ). Σημειώνεται ότι η αναδιάρθρωση της ΕΥΠ περιλάμβανε τη δημιουργία Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου, ωστόσο αυτό δεν ενισχύει την ανεξάρτητη εποπτεία, όπως ζητούσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Δείτε εδώ την έκθεση του ΕΚ για τις υποκλοπές
Η ρύθμιση των πρακτικών της ΕΥΠ βασίζεται κυρίως στον νόμο 3649/2008 και στον νόμο 2225/1994, που αφορούν την ελευθερία της αλληλογραφίας. Η εποπτεία της υπηρεσίας διενεργείται επίσης από την Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας του Ελληνικού Κοινοβουλίου.
Η Ελλάδα ενέκρινε τον νόμο 5002/2022 για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και την αναμόρφωση της ΕΥΠ, ωστόσο δεν είναι σαφές αν αυτό έγινε ως αντίκτυπος των αποκαλύψεων σχετικά με το κατασκοπευτικό λογισμικό Pegasus.
Οι παρακολουθήσεις εγκρίνονται μόνο από εισαγγελέα ΕΥΠ και αντεισαγγελέα ΑΠ
Σύμφωνα με την έκθεση, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Κοινοβουλευτικών Ερευνών έχει αντικαταστήσει σημαντικά τμήματα του νόμου 2225/1994, επισημαίνοντας πολλές ελλείψεις στο νομικό πλαίσιο της Ελλάδας. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τονίζει ότι η χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις για λόγους εθνικής ασφάλειας. Στην Ελλάδα, όμως, σύμφωνα με το νόμο 5002/2022, το απόρρητο των επικοινωνιών μπορεί να αρθεί για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διερεύνηση συγκεκριμένων εγκλημάτων, χωρίς το τελευταίο να απαιτεί χαρακτηρισμό ως ζήτημα εθνικής ασφάλειας.
Κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας, η ΑΔΑΕ εξέφρασε τις ανησυχίες της, υποστηρίζοντας ότι η πρόταση νόμου θα μπορούσε να επιτρέπει την άρση του απορρήτου για όλα τα κακουργήματα και περισσότερα από 50 πλημμελήματα. Επίσης, επισήμανε την ασυμβατότητα του νόμου με το άρθρο 19 του ελληνικού Συντάγματος λόγω των πολλαπλών εξαιρέσεων που θολώνουν τα όρια μεταξύ κανόνα και εξαίρεσης.
Δεν συμμορφώθηκε η Ελλάδα σε αυτά που ζητούσε το ΕΚ για την ΕΥΠ
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητά εκ των προτέρων δικαστική έγκριση για τις παρακολουθήσεις με κατασκοπευτικό λογισμικό. Ωστόσο, η άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας απαιτεί άδεια μόνο από τον εισαγγελέα της ΕΥΠ και έναν αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και πρώην ευρωβουλευτής, Κώστας Χρυσόγονος, έχει αμφισβητήσει τη συνταγματικότητα αυτού του μηχανισμού και τη συμμόρφωση με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Η ΑΔΑΕ συμμερίζεται αυτή την άποψη στην γνωμοδότησή της για το σχέδιο νόμου.
Σε περιπτώσεις που αφορούν εθνική ασφάλεια, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ενημερώνεται για την άρση του απορρήτου τρία χρόνια μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, εφόσον δεν διακυβεύεται ο σκοπός της διαδικασίας. Ωστόσο, η ΑΔΑΕ επισημαίνει ότι δεν επιτρέπεται η ενημέρωση του ενδιαφερόμενου πριν από τη λήξη της τριετούς περιόδου μη εμπιστευτικότητας.
Η Ελληνική Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου έχει εκφράσει ανησυχίες σχετικά με την τριετή περίοδο και τη σύνθεση του οργάνου που αποφασίζει για την άρση του απορρήτου. Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Παναγιώτης Μαντζούφας, έχει επισημάνει την πιθανότητα μεροληψίας, καθώς οι ίδιοι που αποφασίζουν για την άρση του απορρήτου είναι και αυτοί που εξετάζουν τα αιτήματα κοινοποίησης.
Σε υποθέσεις που σχετίζονται με τη διερεύνηση εγκλημάτων, η ΑΔΑΕ μπορεί να ενημερώσει τον ενδιαφερόμενο εντός 60 ημερών, εφόσον υποβληθεί αίτημα και πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις (άρθρο 6 παρ. 8 του ν. 5002/2022).
Η αναδιάρθρωση της ΕΥΠ περιλάμβανε τη σύσταση μονάδας εσωτερικού ελέγχου, με στόχο τη συμμόρφωση με τις νομικές απαιτήσεις. Ωστόσο, όπως τονίζεται στην έκθεση, αυτό το εσωτερικό όργανο δεν ενισχύει την ανεξάρτητη εποπτεία, όπως ζητούσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.