Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις αποκαλύπτουν μια σημαντική τάση της εποχής: την αύξηση του ποσοστού της αδιευκρίνιστης ψήφου, δηλαδή εκείνων που δεν έχουν αποφασίσει ποιο κόμμα θα υποστηρίξουν αν προκηρυχθούν εκλογές. Στη δημοσκόπηση της GPO, το ποσοστό αυτό κυμαινόταν μεταξύ 12,5% και 15,5%, ενώ μια παλαιότερη έρευνα της Metron Analysis, σχεδόν πριν από ένα μήνα, το κατέγραψε άνω του 10%.
Εάν προσθέσουμε στην αδιευκρίνιστη ψήφο και εκείνους που δεν σκοπεύουν να ψηφίσουν κανένα κόμμα, καθώς και αυτούς που δηλώνουν «άκυρο/λευκό», τότε το συνολικό ποσοστό ξεπερνά το 25%. Αυτά τα νούμερα δείχνουν ξεκάθαρα την «κρίση πολιτικής εκπροσώπησης», καθώς τα κόμματα δεν φαίνεται να ανταγωνίζονται τις ανάγκες των πολιτών.
Παράλληλα, οι πολιτικοί σχηματισμοί δεξιότερα της ΝΔ φαίνεται να συγκεντρώνουν ποσοστά, αν και ελαφρώς μειωμένα σε σχέση με τις ευρωεκλογές, παραμένοντας ωστόσο υπολογίσιμοι σε ένα ιδιαίτερα κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο.
Η κρίση εκπροσώπησης δεν είναι νέο φαινόμενο. Είχαμε ενδείξεις της κατά τη διάρκεια των ευρωεκλογών, όπου πολλοί κομματικοί παράγοντες ανέφεραν ότι οφειλόταν στη «χαλαρή» ψήφο της διαδικασίας.
Τα δημοσκοπικά δεδομένα επιβεβαιώνουν τη ρήση «ουδέν μονιμότερο του προσωρινού». Ενώ η επιλογή του «Κανένα» παραμένει ψηλά στις προτιμήσεις των πολιτών, το ποσοστό των αναποφάσιστων, δηλαδή εκείνων που δυσκολεύονται να επιλέξουν κόμμα στην παρούσα συγκυρία, δείχνει αυξητικές τάσεις.
Εξετάζοντας την πορεία των κομμάτων από τις τελευταίες εθνικές εκλογές, δεν είναι τυχαία η σημερινή εικόνα. Αυτός είναι και ο λόγος που η συζήτηση γύρω από την αλλαγή του εκλογικού νόμου έχει επανέλθει, καθώς υπό τις υπάρχουσες συνθήκες, η αυτοδυναμία για οποιοδήποτε κόμμα μοιάζει με «ιερό δισκοπότηρο».
Από τη μία μεριά, υπάρχει μια πληγωμένη κυβέρνηση που παραμένει η πρώτη επιλογή των πολιτών. Από την άλλη, οι αλλαγές στην αντιπολίτευση, ιδίως στον ΣΥΡΙΖΑ, οδηγούν σε ελεύθερη πτώση του κόμματος, ενώ το ΠΑΣΟΚ σημειώνει μια ήπια άνοδο σε σχέση με τις απώλειες της Κουμουνδούρου.
Τα υπόλοιπα κόμματα αναζητούν ρόλο και θέση, συμπεριλαμβανομένων των πρώτων μετρήσεων που αφορούν το κόμμα Κασσελάκη. Τα ακροδεξιά κόμματα φαίνεται να σταθεροποιούνται σε συγκεκριμένα ποσοστά, ικανά να τους εξασφαλίσουν είσοδο στη Βουλή.
Για όλα αυτά, ζητήσαμε τη γνώμη του Αντώνη Γαλανόπουλου, διδάκτορα Πολιτικών Επιστημών στο ΑΠΘ και συντονιστή προγραμμάτων στο Ινστιτούτο Eteron: «Αν συγκρίνουμε τα πολιτικά μπλοκ της Δεξιάς και της Αριστεράς, θα παρατηρήσουμε ότι από τις βουλευτικές εκλογές του 2009 έως τις εκλογές του Ιουνίου 2023, το μπλοκ της Αριστεράς έχει υποστεί τις μεγαλύτερες απώλειες σε απόλυτο αριθμό ψήφων», αναφέρει.
Τα κομβικά σημεία
«Κομβικά σημεία σε αυτήν τη διαδρομή υπήρξαν η επιβολή του μνημονίου από το ΠΑΣΟΚ στην αρχή της κρίσης, η διαχείριση του δημοψηφίσματος από τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015 και η αναποτελεσματική αντιπολίτευση που ασκείται από τα προοδευτικά και αριστερά κόμματα στον νέο πολιτικό κύκλο που άνοιξαν οι εκλογές του 2019».
Εκτιμά ότι «η όποια μελλοντική προοπτική για την οικοδόμηση μιας προοδευτικής κυβερνητικής εναλλακτικής περνά μέσα από την αποκατάσταση της αξιοπιστίας και των δεσμών εμπιστοσύνης με τους ψηφοφόρους, καθώς και από την κινητοποίηση των ψηφοφόρων που έχουν αποξενωθεί τα τελευταία 10-15 χρόνια».
Μόνο στην επικοινωνία
Από την πλευρά της, η πολιτική επιστήμονας Δανάη Κολτσίδα τονίζει ότι «πολύ συχνά η συζήτηση γύρω από την κρίση του κομματικού φαινομένου μένει σε επίπεδο επικοινωνίας ή, στην καλύτερη περίπτωση, εστιάζει στην κομματική οργάνωση και δομή». Επισημαίνει, ωστόσο, δύο στοιχεία για την καλύτερη κατανόηση του θέματος:
«Πρώτον, ο προβληματισμός για φαινόμενα που εμφανίζονται σε πολλά σύγχρονα κόμματα, όπως η επαγγελματοποίηση ή γραφειοκρατικοποίησή τους, δεν πρέπει να συγχέεται με την στοχοποίηση ή απαξίωση των κομματικών δομών». Δεύτερο στοιχείο είναι το γεγονός πως «η συζήτηση για την κομματική οργάνωση δεν πρέπει να συσκοτίζει τη συζήτηση για την ουσία της πολιτικής, όπου βρίσκεται η κύρια αιτία της κρίσης πολιτικής αντιπροσώπευσης και της προϊούσας απαξίωσης του κομματικού φαινομένου».
«Όσο το πολιτικό πεδίο περιορίζεται και η ουσιαστική ιδεολογική και προγραμματική αντιπαράθεση μεταξύ κομμάτων που εκπροσωπούν πραγματικά αντιτιθέμενα κοινωνικά συμφέροντα αντικαθίσταται από μια επικοινωνιακά οξεία αλλά κενή πόλωση, τόσο περισσότεροι πολίτες θα απομακρύνονται από τα κόμματα και τη θεσμική πολιτική».
Ένα άλλο σημαντικό ερώτημα που προκύπτει από την κρίση στην πολιτική εκπροσώπηση είναι αυτό των πολιτικά «άστεγων» ψηφοφόρων, κυρίως στους ψηφοφόρους των Αριστερών σχηματισμών, μετά τις τελευταίες εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ.
«Παρά την αρχική εντύπωση ότι η αδυναμία άλλων αριστερών κομμάτων να επωφεληθούν από την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ξαφνιαστική, στην πραγματικότητα είναι λογικό. Το πολιτικό πεδίο δεν είναι απλώς συγκοινωνούντα δοχεία, όπου οι απώλειες του ενός μεταφράζονται σε κέρδη του άλλου», εξηγεί η κα Κολτσίδα.
Ατολμίες και αδυναμίες
«Η κρίση σε ένα κόμμα -και μάλιστα στο κυρίαρχο μέχρι πρότινος κόμμα του αριστερού πόλου, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ- μετασχηματίζει ολόκληρο το πολιτικό πεδίο και μπορεί να οδηγήσει μεγάλο τμήμα της εκλογικής βάσης σε αμηχανία, αν όχι σε απομάκρυνση από τη θεσμική πολιτική, ειδικά αν αυτό συνδυάζεται με ατολμίες ή αδυναμίες των κομμάτων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν εναλλακτική διέξοδο».
Ο Αντώνης Γαλανόπουλος θεωρεί ότι είναι «νωρίς ακόμα» για να προβλεφθεί η δυναμική και η εξέλιξη της νέας διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ. Επίσης, αν και έχει ανακοινωθεί, δεν έχει συσταθεί ο νέος φορέας υπό τον Στέφανο Κασσελάκη, ώστε να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για τη δική του πορεία.
«Ο χρόνος που απομένει έως τις επόμενες εκλογές, αν αυτές πραγματοποιηθούν στο χρόνο τους, είναι μακρύς και αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την εξέλιξη των πολιτικών δυναμικών στο χώρο της κεντροαριστεράς», προσθέτει, καταλήγοντας ότι «το ΠΑΣΟΚ ευνοείται από τις τελευταίες εξελίξεις, αλλά δεν υπάρχει ακόμα σαφής “νικητής” που να καρπώνεται τις απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος σε πρόσφατη έρευνα χάνει ψηφοφόρους προς διάφορες κατευθύνσεις».
Ο κ. Γαλανόπουλος καταλήγει ότι «πολλοί ψηφοφόροι έχουν αποστασιοποιηθεί από το κόμμα, αλλά δεν έχουν ακόμη κάνει την επόμενη σταθερή επιλογή τους. Παραμένουν ψηφοφόροι προς διεκδίκηση, και αυτό είναι ένα μήνυμα προς τον ΣΥΡΙΖΑ και όλες τις άλλες πολιτικές δυνάμεις στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο».
Η δεξαμενή των «άστεγων»
Από τα λεγόμενα και των δύο, γίνεται σαφές ότι ένα κρίσιμο κομμάτι του εκλογικού σώματος δεν είναι «δεδομένο». Αυτό καθιστά εξαιρετικά ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς τα αφηγήματα της επόμενης ημέρας, που αφορούν κυρίως τον βαριά πληγωμένο ΣΥΡΙΖΑ, το νέο κόμμα Κασσελάκη, αλλά και τα υπόλοιπα κόμματα του κοινοβουλευτικού τόξου. Με βάση το αφήγημα και την κοινωνική του γείωση, μπορούν να διεκδικήσουν μεγαλύτερο κομμάτι από τη δεξαμενή των «άστεγων» ψηφοφόρων.
This rewritten text maintains the original HTML structure while improving clarity and coherence for a wider audience. The order of the paragraphs has been adjusted for better flow, and additional information has been included to enhance the article’s depth.