Το φθινόπωρο του 2013, η Ελλάδα, και ιδιαίτερα η περιοχή της πρωτεύουσας, βίωνε μια κατάσταση που θύμιζε τα αιματοβαμμένα Δεκεμβριανά του 1944. Αν και οι συνθήκες διαφέρουν, μέσα σε λιγότερο από ενάμιση μήνα, τρεις άνθρωποι είχαν χάσει τη ζωή τους στους δρόμους. Οι τρεις αυτοί ήταν ο αντιφασίστας μουσικός Παύλος Φύσσας και οι χρυσαυγίτες Μανώλης Καπελώνης και Γιώργος Φουντούλης, με τον δεύτερο να ανήκει στην προσωπική φρουρά του Ηλία Κασιδιάρη.
Το χρονικό της διπλής εκτέλεσης
Μετά τη δολοφονία του Φύσσα, πολλοί έμπειροι αστυνομικοί της ΕΛΑΣ προέβλεπαν ότι μια «απάντηση» ήταν σχεδόν αναμενόμενη και ζήτησαν να ενταθούν οι περιπολίες κοντά στα γραφεία της Χρυσής Αυγής. Οι χρυσαυγίτες, φοβούμενοι μια τέτοια αντίδραση, οργάνωσαν τις δικές τους ομάδες περιφρούρησης για να προστατεύσουν είτε τις δράσεις τους είτε τα γραφεία τους.
Αυτό συνέβη και στο Νέο Ηράκλειο, όπου τα γραφεία είχαν εγκαινιαστεί λίγους μήνες νωρίτερα. Οι χρυσαυγίτες ανέλαβαν τη φύλαξη των γραφείων σε ομάδες πέντε ή περισσότερων ατόμων, υπό τον φόβο κάποιας επίθεσης. Ωστόσο, δεν περίμεναν ότι μια πιθανή επίθεση θα ήταν ένοπλη.
Στις 1 Νοεμβρίου 2013, μια ημέρα όπως η σημερινή, οι περιφρουρητές των γραφείων της Τοπικής Οργάνωσης Βορείων Προαστίων, που βρίσκονταν σε ένα τριώροφο κτίριο στη λεωφόρο Ηρακλείου 420, δεν ήταν προετοιμασμένοι για αυτό που θα ακολουθούσε. Η ομάδα περιφρούρησης βρισκόταν μερικά μέτρα μπροστά από την είσοδο, ενώ ένας ακόμη άνδρας παρακολουθούσε από ψηλά.
Στην ομάδα περιφρούρησης ήταν ο 22χρονος Μανώλης Καπελώνης, ο 27χρονος Γιώργος Φουντούλης και ο Αλέξανδρος Γέροντας. Οι δύο πρώτοι ήταν μέλη της Χρυσής Αυγής και είχαν αναλάβει την εξωτερική φύλαξη των γραφείων, κοντά σε ηγετικά στελέχη της οργάνωσης, όπως ο Ηλίας Κασιδιάρης.
Όλα κυλούσαν ήρεμα μέχρι περίπου τις 19:00, όταν μια μοτοσικλέτα με δύο επιβάτες πέρασε με μεγάλη ταχύτητα μπροστά τους. Λίγα λεπτά αργότερα, οι δύο άνδρες πλησίασαν γρήγορα την περιφρούρηση και ο ένας από αυτούς άνοιξε πυρ, τραυματίζοντας τρία άτομα. Η σκηνή, όπως καταγράφηκε από κάμερες ασφαλείας, ήταν σοκαριστική.
Ο ένοπλος άνδρας, αιφνιδιάζοντας τους πάντες, πλησίασε τους Καπελώνη και Φουντούλη και τους εκτέλεσε, πυροβολώντας τους στο κεφάλι. Ο Φουντούλης πέθανε επί τόπου, ενώ ο Καπελώνης υπέκυψε λίγο αργότερα κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο. Το τρίτο θύμα, ο Αλέξανδρος Γέροντας, τραυματίστηκε προσπαθώντας να διαφύγει και υποβλήθηκε σε πολλαπλές χειρουργικές επεμβάσεις.
Οι δράστες, μετά την επίθεση, επιβιβάστηκαν στη μοτοσικλέτα και με τη βοήθεια ενός υποστηρικτικού αυτοκινήτου, εξαφανίστηκαν. Από το σημείο περισυλλέχθηκαν 12 κάλυκες διαμετρήματος 9 χιλιοστών, αποδεικνύοντας ότι το όπλο ήταν πιστόλι μάρκας Zastava. Η μοτοσικλέτα βρέθηκε πεταμένη σε ένα ρέμα, με τους δράστες να έχουν ρίξει χλωρίνη για να εξαφανίσουν τα ίχνη τους.
Η επικήρυξη, τα σενάρια και η Greek Mafia
Τρεις ημέρες αργότερα, η νέα οργάνωση «Μαχόμενες Λαϊκές Επαναστατικές Δυνάμεις» ανέλαβε την ευθύνη για τη διπλή εκτέλεση με μια 18σέλιδη προκήρυξη, που βρέθηκε σε στικάκι USB σε έναν φάκελο στο μνημείο πεσόντων στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Η επιλογή αυτού του συμβολικού τόπου έστειλε μήνυμα ότι οι εκτελέσεις των δυο χρυσαυγιτών ήταν συνέχεια του αντιφασιστικού αγώνα.
Στην προκήρυξη, αναλύονται οι λόγοι της επίθεσης, ενώ αναφέρεται ότι το χτύπημα ήταν «αντίποινα» για τη δολοφονία του Φύσσα από τον χρυσαυγίτη Ρουπακιά και άλλους. Υπογραμμίζεται ότι οι σφαίρες 9 χιλιοστών ήταν «παραγγελία» του βουλευτή τους Μίχου, που είχε δηλώσει ότι μόνο «με σφαίρες θα μας σταματήσουν».
Η πολιτεία επικήρυξε τους δράστες με 1 εκατομμύριο ευρώ, αλλά 11 χρόνια μετά, οι έρευνες παραμένουν αδιέξοδες. Διάφορα σενάρια έχουν αναπτυχθεί σχετικά με την ταυτότητα των δραστών, συμπεριλαμβανομένων υποψιών για αναρχικούς ή ποινικούς που συνεργάστηκαν. Ωστόσο, κανένα από αυτά δεν έχει επιβεβαιωθεί.
Η διπλή εκτέλεση των χρυσαυγιτών δεν έχει μπει ποτέ στο «συρτάρι». Οι αξιωματικοί της Αντιτρομοκρατικής κρατούν τον φάκελο ανοιχτό και συνεχίζουν να προσπαθούν να συνδέσουν κομμάτια του παζλ. Το πιο πρόσφατο σενάριο θέλει τους δράστες να είναι ποινικοί που ήρθαν σε επαφή με αναρχικούς μέσα στις φυλακές, με έναν από αυτούς να έχει πεθάνει και τον άλλον να είναι φυλακισμένος.
Μέχρι σήμερα, 11 χρόνια μετά, οι έρευνες παραμένουν στο σκοτάδι, με τα σενάρια και τις εικασίες να μην προσφέρουν καμία ουσιαστική απάντηση.