«Στον δρόμο βρήκαμε ένα παιδάκι νεκρό. Ήταν πρησμένο και μελανιασμένο, σε πολύ άσχημη κατάσταση. Ήταν Ρωμιόπουλο. Το κλάψαμε και σκάψαμε έναν λάκκο για να το θάψουμε… Την επόμενη μέρα, στον ίδιο δρόμο, βρήκαμε κι άλλο παιδάκι νεκρό – δεν ήταν πάνω από δέκα χρονών – και πιο κάτω άλλο και άλλο. Πόσα παιδιά βρήκαμε, δεν ξέρω. Το πρώτο το κλάψαμε και το θάψαμε· το δεύτερο το ίδιο. Στη συνέχεια, όμως, τα παρατούσαμε έτσι, στη μέση του δρόμου, χωρίς να τα κλάψουμε ή να τα θάψουμε. Ο άνθρωπος, όταν υποφέρει πολύ, μπορεί να κάνει απερίσκεπτες και κτηνώδεις πράξεις χωρίς να το καταλαβαίνει.»
Αυτή η συγκλονιστική μαρτυρία, που αποτυπώνει την τραγική κατάσταση στη Σμύρνη κατά τη διάρκεια της καταστροφής, ανήκει στον Θεόδωρο Λουκίδη, πρόσφυγα από τα Τσομπανησιά.
Η ιστορία της τραγωδίας
Την άνοιξη του 1921, οι διοικούντες τον ελληνικό στρατό έλαβαν μια καθοριστική και μοιραία απόφαση. Δόθηκε εντολή στον ελληνικό στρατό, ο οποίος είχε υποφέρει από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, να προχωρήσει προς την Άγκυρα για να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη απειλή των Νεότουρκων του Μουσταφά Κεμάλ.
Στην αρχή, όλα φαίνονταν να πηγαίνουν καλά. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, έγινε φανερό ότι η Εκστρατεία δεν απέφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Όσο πιο βαθιά εισχωρούσε ο ελληνικός στρατός στην Τουρκία, τόσο περισσότερα προβλήματα εμφανίζονταν.
Από την άνοιξη του 1922 και μετά, η κατάσταση χειροτέρευε. Στις παραμονές της Παναγίας, το μέτωπο κατέρρευσε και η ελληνική αμυντική γραμμή υποχώρησε. Στις 26 Αυγούστου, ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ κήρυξε την αντεπίθεση του τουρκικού στρατού, με το σύνθημα «στόχος μας η Μεσόγειος», και άρχισε να χτυπάει σφοδρά τον υποχωρούντα ελληνικό στρατό. Στις 30 Αυγούστου, η κατάσταση τελείωσε. Οι Τούρκοι νίκησαν τον ελληνικό στρατό στις μάχες της κοιλάδας του Αφιόν Καραχισάρ και άρχισαν την τελική τους πορεία προς τη Σμύρνη.
Ωστόσο, η αντίστροφη μέτρηση είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Στις 19 Αυγούστου, ο Ύπατος Αρμοστής της Σμύρνης, Αριστείδης Στεργιάδης, με εμπιστευτική εγκύκλιο, διέταξε τους δημόσιους υπαλλήλους να ετοιμάσουν τα αρχεία τους και να είναι έτοιμοι για αναχώρηση με την πρώτη εντολή.
Ταυτόχρονα, ο Βρετανός πρόξενος συντόνισε τις ενέργειες για την άμεση αποχώρηση των Βρετανών υπηκόων από τη Σμύρνη. Στις 27, 28 και 29 Αυγούστου, οι Βρετανοί έφυγαν με πλοία για την Κύπρο. Στις 26 Αυγούστου, η ελληνική κυβέρνηση διέταξε την εκκένωση ολόκληρης της Μικράς Ασίας.
Την ίδια μέρα, η Ανώτερη Γενική Στρατιωτική Διοίκηση και οι τελευταίοι αξιωματικοί και στρατιώτες του ελληνικού στρατού επιβιβάστηκαν στα ελληνικά πλοία «Βυζάντιον» και «Κύκνος» με προορισμό τον Πειραιά. Για τελευταία φορά ακούστηκε ο εθνικός ύμνος και το πλήθος στην προκυμαία ξέσπασε σε λυγμούς.
Στις 9 Σεπτεμβρίου, οι τελευταίοι Έλληνες στρατιώτες εγκατέλειψαν τη Σμύρνη, αφήνοντας τους Έλληνες κατοίκους της πόλης εντελώς ανυπεράσπιστους. Μόλις αποχώρησαν τα ελληνικά στρατεύματα, κατέφθασαν τα τουρκικά: ιππικό και πεζικό. Άτακτες ομάδες, οι Τσέτες, καθώς και στρατιώτες, ξεκίνησαν ένα όργιο σφαγής και βιασμών κατά των Ελλήνων και των Αρμενίων της Σμύρνης, που κράτησε μια εβδομάδα.
Οι Τούρκοι πυρπόλησαν τις ελληνικές και αρμένικες συνοικίες. Περίπου 300.000 άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί τρομοκρατημένοι στην προκυμαία της Σμύρνης.
Ο εγκληματικός «Νόμος 2870/1922»
Όλα αυτά, ωστόσο, αφορούσαν τον απλό κόσμο, εκείνους που βίωσαν τον θάνατο. Οι «μεγάλοι» είχαν φροντίσει να φύγουν νωρίτερα, αφήνοντας τους άλλους στο έλεος των Τούρκων και των Τσετών.
Οι Τούρκοι διέπραξαν σφαγές. Έσφαξαν, βίασαν, βασάνισαν οι Τσέτες. Και ναι, οι «σύμμαχοι» δεν βοήθησαν. Δεν ρίξανε ούτε μια κανονιά από τα πλοία τους για να σταματήσουν την καταστροφή. Ωστόσο, η ευθύνη βαραίνει και εκείνους τους Έλληνες που, όταν είδαν ότι η Μικρασιατική Εκστρατεία είχε μετατραπεί σε Μικρασιατική Καταστροφή, φρόντισαν να περάσουν τον Ιούλιο του 1922 τον Νόμο 2870, που απαγόρευε σε όσους δεν είχαν ελληνικό διαβατήριο να εισέλθουν στη χώρα.
«Απαγορεύεται η αποβίβαση προσώπων που φθάνουν ομαδόν από αλλοδαπή, εκτός αν έχουν τακτικά διαβατήρια νομίμως θεωρημένα ή τα έγγραφα που ορίζονται από Βασιλικά διατάγματα», αναφερόταν στο πρώτο άρθρο του Νόμου που είχε την υπογραφή του βασιλιά Κωνσταντίνου.
Ο νόμος αυτός είχε στόχο τους Έλληνες του Πόντου και τους αντίστοιχους της Μικρασίας. Ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο Νόμος αυτός δεν αφορούσε τους Μικρασιάτες αλλά τους Πόντιους της Νότιας Ρωσίας. Ακόμα και αν ισχύει αυτό, εφαρμόστηκε και σε αυτούς, κάνοντάς το έγκλημα κατά του ελληνισμού της Σμύρνης ακόμα μεγαλύτερο, εγκλωβίζοντάς τους ανάμεσα στη θάλασσα και τους Νεότουρκους του Κεμάλ.
Δεν ήταν μόνο ο Νόμος 2870. Υπήρχαν επίσης οι «οδηγίες», οι «εγκύκλιοι» και τα «διοικητικά μέτρα» που εξέδιδε το ελληνικό κράτος για να κρατήσει μακριά τους ανεπιθύμητους πρόσφυγες. Υπήρξε ακόμα και απαγόρευση απόπλου από τα ελληνικά νησιά, με αυστηρές ποινές για τους ιδιοκτήτες πλοίων.
Αναφερόμαστε επίσης στις τακτικές παραπλάνησης που ακολούθησε η ελληνική διοίκηση για να μην αποχωρήσουν οι Έλληνες από τη Σμύρνη. Δύο ημέρες πριν από την είσοδο του τουρκικού στρατού στη Σμύρνη, εκδόθηκε ψεύτικο ανακοινωθέν ότι το «Γ’ Σώμα Στρατού σώζει την τιμή της πατρίδας», υπονοώντας ότι οι μάχες συνεχίζονταν, ενώ στην πραγματικότητα το Γ’ Σώμα είχε ήδη παραδοθεί στον κεμαλικό στρατό!
Η Φιλιώ Χαϊδεμένου, η Μικρασιάτισσα που έγινε σύμβολο των προσφύγων, αποκάλυψε σε μια εκπομπή του Αλέξη Παπαχέλα ότι όταν άρχισε η καταστροφή και ήταν πλέον φανερό ότι η Σμύρνη θα χαθεί, ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος και η δημογεροντία είχαν ζητήσει από τον Στεργιάδη να βρεθεί τρόπος για να σωθούν τα γυναικόπαιδα και να σταλούν στην Ελλάδα.
Ο Στεργιάδης τους είπε ότι έπρεπε να ενημερώσει την ελληνική κυβέρνηση, καθώς δεν μπορούσε να αποφασίσει μόνος του. Έστειλε τηλεγράφημα στον Γούναρη. Η απάντηση από τον αντιβενιζελικό πρωθυπουργό ήταν ότι «προτιμώ να πέσει και το τελευταίο κεφάλι του μικρασιάτη παρά να μου στείλεις την αναρχία»! Η Φιλιώ Χαϊδεμένου είχε αναφέρει ότι αυτά τα είχε διαβάσει σε κείμενα του Χρυσόστομου, σαν απομνημονεύματα.
«Ματωμένα Χώματα»
Το τι συνέβη μετά, περιγράφει καλύτερα από όλους η Διδώ Σωτηρίου.
«Η φωτιά εξαπλωνόταν παντού. Ο ουρανός γέμισε καπνό. Μαύρα σύννεφα ανέβαιναν και ανακατεύονταν το ένα με το άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, γεμάτοι φόβο, άρχισαν να τρέχουν από τα στενά σοκάκια και να κατακλύζουν την παραλία σαν μαύρο ποτάμι.
Σφαγή! Σφαγή!
Παναγιά, βοήθα!
Προφτάστε!
Σώστε μας!
Η μάζα πυκνώνει, δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, είναι ένα μαύρο ποτάμι που κινείται απελπισμένα, χωρίς να μπορεί να σταθεί ή να προχωρήσει. Μπροστά είναι η θάλασσα, πίσω η φωτιά και η σφαγή! Ένας ήχος κατρακυλάει από τα βάθη της πόλης και σπέρνει τον πανικό.
Τούρκοι!
Τσέτες!
Μας σφάζουν!
Έλεος!
Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουν και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουν τα νερά σαν να είναι μώλος. Οι δρόμοι γεμίζουν και αδειάζουν, ξαναγεμίζουν. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούν, ξεψυχούν. Ο τρόμος τους καταλαμβάνει από τις χατζάρες, τις ξιφολόγχες και τις σφαίρες των τσέτηδων!
Βουρ κεραταλάρ! (Χτυπάτε τους τους κερατάδες!).
Το βράδυ, ο ήχος της σφαγής κορυφώνεται. Η σφαγή δεν σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουν προβολείς γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που κατάφεραν να φτάσουν ζωντανοί στη μαούνα μας μας διηγούνται τι συμβαίνει έξω, στις γειτονιές. Οι τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες του Νουρεντίν τρώνε ανθρώπινο κρέας. Σπάζουν και πλιατσικολογούν σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρίσκουν ζωντανούς, τους τραβούν έξω και τους βασανίζουν. Σταυρώνουν παπάδες στις εκκλησίες, ξαπλώνουν μισοπεθαμένα κορίτσια και αγόρια πάνω στις Αγίες Τράπεζες και τα ατιμάζουν.
Από τον Αη Κωνσταντίνο και το Ταραγάτς μέχρι το Μπαλτσόβα, το τουρκικό μαχαίρι θερίζει. Η φωτιά συνεχίζει όλη τη νύχτα το χαλασμό. Γκρεμίζονται τοίχοι, θρυμματίζονται γυαλιά. Οι φλόγες κριτσανίζουν ξύλα, έπιπλα και σιδερικά, καταστρέφουν την πόλη ολόκληρη. Απλώνουν πάνω στα έργα των ανθρώπων και τα διαλύουν. Σπίτια, εργοστάσια, σχολεία, εκκλησίες, μουσεία, νοσοκομεία, βιβλιοθήκες, θέατρα, ανεκτίμητοι θησαυροί, κόποι και δημιουργίες αιώνων, εξαφανίζονται και αφήνουν πίσω τους στάχτη και καπνό.
Αχ, γκρεμίστηκε ο κόσμος μας! Γκρεμίστηκε η Σμύρνη μας! Γκρεμίστηκε η ζωή μας! Η καρδιά, τρομαγμένο πουλί, δεν ξέρει που να κρυφτεί. Ο τρόμος, ένας ανελέητος καταλύτης, άδραξε το πλήθος και το αλάλιασε. Ο τρόμος ξεπερνάει το θάνατο. Δε φοβάσαι το θάνατο, φοβάσαι τον τρόμο. Ο τρόμος έχει τώρα το πρόσταγμα. Πατάει την ανθρωπιά. Αρχίζει από το ρούχο και φτάνει στην καρδιά. Λέει: Γονάτισε γκιαούρη! Και γονατίζει. Ξεγυμνώσου! Και ξεγυμνώνεται. Άνοιξε τα σκέλια σου! Και τα ανοίγει. Χόρεψε! Και χορεύει. Φτύσε την τιμή σου και την πατρίδα σου! Και φτύνει. Απαρνήσου την πίστη σου! Και την απαρνιέται. Αχ ο τρόμος! Όποια γλώσσα κι αν μιλάς, λόγια δε θα βρεις να τον περιγράψεις.
Τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναύαρχοι με τα χρυσά σειρίτια, οι διπλωμάτες και οι πρόξενοι της Αντάντ! Στήνουν κινηματογραφικές μηχανές στα πλοία τους και τραβούν ταινίες τη σφαγή και τον θάνατό μας! Μέσα στα πολεμικά πλοία, οι μπάντες τους παίζουν εμβατήρια και τραγούδια της χαράς, για να μην φτάνουν στα αυτιά των πληρωμάτων οι κραυγές οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς ότι μια, μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, θα μπορούσε να διαλύσει όλα αυτά τα μαινόμενα στίφη. Κι όμως, η κανονιά δεν ρίχτηκε και η εντολή δεν δόθηκε!
Ο πάτερ Σέργιος ήταν από τους τελευταίους που σκαλώσανε στη μαούνα μας. Δίχως καλυμμαύχι και ράσο, θεόγυμνος με μια κουρελιασμένη ματωμένη φανέλα και ένα μακρύ σώβρακο, με ξέμπλεκα τα λιγοστά μαλλιά του και ανάκατα τα γένια του, με δυο γουρλωμένα μάτια που τα καιγέ πυρετός, έμοιαζε με άγνωστο πλάσμα. Από τα λόγια και τις κινήσεις του καταλάβαμε ότι όλη η οικογένειά του πνίγηκε καθώς προσπαθούσε να σκαλώσει σε ένα αμερικάνικο πολεμικό πλοίο. Το μυαλό του γέροντα δεν άντεξε, τρελάθηκε! Εκεί που καθόταν ήσυχα και καλά, αμίλητος και σοβαρός, εκεί πηδούσε όρθιος και χειρονομούσε, φωνάζοντας δυνατά με στόμφο:
– Πέντε τα παιδιά μου! Κ’ η γυναίκα μου έξι! Κ’ η κουνιάδα μου επτά! Επτά οι αστέρες της αποκαλύψεως! Επτά διαόλοι να σας κοπανάνε στην κόλαση, δολοφόνοι! Δολοφόνοι! Δολοφόνοι!»