Ποιες είναι οι πιθανές συνδέσεις ανάμεσα σε μια αιματηρή επίθεση στο δικαστικό μέγαρο Ιωαννίνων, μια ανεξιχνίαστη δολοφονία και την εξάρθρωση της οργάνωσης «Ε.Ο. 17 Νοέμβρη»; Στην επιφάνεια, δεν φαίνεται να υπάρχει καμία. Ωστόσο, κάποιες φορές οι συμπτώσεις μπορούν να «συνδέσουν» φαινομενικά άσχετες ιστορίες.
Αυτό που χρειάζεται είναι ένα κοινό πρόσωπο. Στις ιστορίες που ακολουθούν, αυτό το πρόσωπο είναι ο Κωνσταντίνος Μπίντος, ο οποίος στις 7 Νοεμβρίου 1994 προκάλεσε ένα μακελειό που συγκλόνισε την τοπική κοινωνία των Ιωαννίνων και ολόκληρη τη χώρα.
Η επίθεση στο δικαστικό μέγαρο Ιωαννίνων
Ο Κωνσταντίνος Μπίντος, εργολάβος δημοσίων έργων, ήταν γνωστός στα δικαστήρια των Ιωαννίνων ως δικομανής. Ήταν ο τύπος του ανθρώπου που υπέβαλε μηνύσεις ακόμη και χωρίς προφανή λόγο.
Είχε κληρονομήσει δύο κατασκευαστικές εταιρείες από τον πατέρα του, οι οποίες όμως βρέθηκαν σε σοβαρή οικονομική κρίση. Ο Μπίντος κατηγορούσε το δημόσιο για την κατάσταση αυτή, υποστηρίζοντας ότι δεν τον πλήρωνε για τις εργασίες που είχε ολοκληρώσει, με αποτέλεσμα να συσσωρεύεται ένα μεγάλο χρέος που απείλησε την επιβίωση των εταιρειών του.
Φίλοι του Μπίντου ανέφεραν ότι η πίεση που βίωνε τον είχε οδηγήσει σε προβλήματα συμπεριφοράς, αλλά κανείς δεν έδωσε τη δέουσα προσοχή.
Έτσι, αποφάσισε να «λύσει» τις διαφορές του με το δημόσιο. Το μεσημέρι της 7ης Νοεμβρίου 1994, μπήκε στο δικαστικό μέγαρο Ιωαννίνων, ντυμένος με καμπαρτίνα, καθώς η μέρα ήταν βροχερή και κρύα.
Στην αίθουσα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, όπου εκδικάζονταν υποθέσεις ήσσονος σημασίας, ήταν παρούσες η πρόεδρος Παρασκευή Τσουμάρη, η γραμματέας Κωστούλα Πρόκου – Καραπάνου και ο αντεισαγγελέας Σπύρος Σπύρου.
Λίγο μετά τις 12 το μεσημέρι, ο Μπίντος μπήκε στην αίθουσα, έβγαλε μια καραμπίνα από την καμπαρτίνα του και απαίτησε από όλους να βγουν έξω. Ο αντεισαγγελέας Σπύρος Σπύρου προσπάθησε να τον ηρεμήσει, ζητώντας του να κατεβάσει το όπλο και να εξηγήσει τι συνέβαινε.
Ωστόσο, ο Μπίντος ήταν αμετάπειστος. Ανοίγοντας πυρ, σκότωσε τον Σπύρου και τραυμάτισε τη γραμματέα. Στη συνέχεια, βγήκε από την αίθουσα και κατευθύνθηκε προς την έξοδο του μεγάρου.
Καθώς έβγαινε, άνοιξε ξανά πυρ, τραυματίζοντας δύο περαστικούς, τον Κωνσταντίνο Κατσόγια και τον Μιλτιάδη Μαμάκο. Στον πανικό που επικράτησε, οι πολίτες προσπάθησαν να καλυφθούν, ενώ ο Μπίντος συνέχισε να απειλεί όποιον πλησίαζε.
Ένας αστυνομικός που συνόδευε μια κρατούμενη πλησίασε τον Μπίντο και του ζήτησε να παραδώσει το όπλο του. Ο Μπίντος, χωρίς δισταγμό, τον πυροβόλησε, με αποτέλεσμα ο 30χρονος αστυνομικός Κώστας Ζαμπάλας να πέσει νεκρός.
Η αστυνομία ενημερώθηκε και έφτασαν ενισχύσεις έξω από το μέγαρο. Όταν ο Μπίντος είδε τους αστυνομικούς, άρχισε να πυροβολεί εναντίον τους, τραυματίζοντας τον 31χρονο αρχιφύλακα Νίκο Γιαννόπουλο. Τελικά, οι αστυνομικοί αντεπίθεσαν και τραυμάτισαν τον Μπίντο.
Μετά την ανάρρωσή του από το νοσοκομείο, οδηγήθηκε στον ανακριτή χωρίς δικηγόρο, καθώς κανείς δεν ήθελε να τον αναλάβει. Προφυλακίστηκε και το 1995 το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Πρέβεζας τον καταδίκασε σε δύο φορές ισόβια και 24 χρόνια κάθειρξη, ποινή που επιβεβαιώθηκε και στο εφετείο.
Το 2019 αποφυλακίστηκε υπό όρους, αλλά το 2020 το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής ανέστειλε την απόφαση αυτή λόγω παραβίασης όρων, καθιστώντας τον τον παλαιότερο ποινικό κρατούμενο στην Ελλάδα.
Η περίεργη σύνδεση με την 17Ν και τον Τσουτσουβή
Το καλοκαίρι του 2002, μετά την έκρηξη της βόμβας στα χέρια του Σάββα Ξηρού στο λιμάνι του Πειραιά, ξεκίνησε η εξάρθρωση της οργάνωσης «Ε.Ο. 17 Νοέμβρη». Αυτή η διαδικασία άνοιξε πολλές υποθέσεις που είχαν παραμείνει κλειστές για χρόνια.
Ανάμεσα στις πολλές αποκαλύψεις της εποχής, υπήρξε και μια που αφορούσε τον Κωνσταντίνο Μπίντο. Όχι, δεν κατηγορήθηκε ότι ήταν μέλος της «17Ν», αλλά η ιστορία του συνδέθηκε με μια παλιά, ανεξιχνίαστη δολοφονία.
Η δολοφονία της Εριέττας Κωνσταντινίδη, αρχιτέκτονα, είχε συμβεί στις 24 Νοεμβρίου 1986 και παρέμενε άλυτη. Η γυναίκα είχε βρεθεί νεκρή στο διαμέρισμά της, με πάνω από 30 μαχαιριές στο σώμα της. Το όπλο του εγκλήματος είχε βρεθεί κοντά στην πολυκατοικία της.
Παρά τις έρευνες, ο δράστης δεν είχε εντοπιστεί. Φήμες ανέφεραν ότι η οικογένειά της είχε δεχθεί απειλές, με αποτέλεσμα να μην συνεργαστούν με την αστυνομία.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η Εριέττα Κωνσταντινίδη ήταν συμφοιτήτρια με τον Χρήστο Τσουτσουβή
Η φιλία τους ήταν γνωστή και υπήρξαν πληροφορίες ότι η Κωνσταντινίδη είχε συναντήσει τον εισαγγελέα Κωνσταντίνο Ανδρουλιδάκη πριν από τη δολοφονία της. Ο Ανδρουλιδάκης δολοφονήθηκε το 1989 από μέλη της «17Ν».
Ο Μπίντος θεωρούνταν από την αστυνομία ο κύριος ύποπτος για τη δολοφονία της Κωνσταντινίδη, καθώς οι δύο τους είχαν ερωτική σχέση. Ο Μπίντος είχε παθολογική ζήλια και η Κωνσταντινίδη τον χώρισε, γεγονός που οδήγησε τους αστυνομικούς να πιστεύουν ότι θα μπορούσε να είναι ένα «έγκλημα πάθους». Παρ’ όλα αυτά, δεν βρέθηκαν αποδείξεις που να επιβεβαίωναν την εμπλοκή του στη δολοφονία.