Πολλά πράγματα που σήμερα θεωρούμε αυτονόητα, κάποτε δεν ήταν και μάλιστα προκαλούσαν μεγάλες εντάσεις. Για παράδειγμα, είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι πριν από μερικές δεκαετίες υπήρχε μεγάλη αναταραχή για το πώς θα μπορούσε να μεταφραστεί το Ευαγγέλιο στη δημοτική γλώσσα.
Η ιδέα ότι το Ευαγγέλιο είναι «αμετάφραστο» έχει κατοχυρωθεί και στο Σύνταγμα, το οποίο ψηφίστηκε το 1911, με δύο σημαντικές διορθώσεις στις αναθεωρήσεις του 1927 και του 1975.
Ωστόσο, κάποτε υπήρξε μια προσπάθεια να μεταφραστεί το Ευαγγέλιο, γεγονός που οδήγησε σε έναν εμφύλιο πόλεμο μικρής έντασης στην Αθήνα, με θύματα και πληγές στην ελληνική κοινωνία, η οποία διχάστηκε ανάμεσα στους υποστηρικτές της καθαρεύουσας και εκείνους της δημοτικής γλώσσας.
Η καθομιλουμένη δημοτική και η επίσημη καθαρεύουσα
Πριν από την Επανάσταση του 1821, κάποιοι πίστευαν ότι το νέο ελληνικό κράτος θα έπρεπε να δημιουργήσει μια νέα γλώσσα βασισμένη στα αρχαία ελληνικά.
Αυτή η συζήτηση εντάθηκε όταν, κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, φαινόταν όλο και πιο πιθανό οι Έλληνες να αποκτήσουν την ελευθερία τους.
Τότε εμφανίστηκαν οι «νεοαττικιστές», οι οποίοι δημιούργησαν μια τεχνητή γλώσσα, την αρχαΐζουσα, που θύμιζε την αττική διάλεκτο. Ο Αδαμάντιος Κοραής προσπάθησε να “καθαρίσει” τη γλώσσα από σλαβικές και τουρκικές ορολογίες, γεννώντας έτσι την καθαρεύουσα. Ωστόσο, υπήρχε ένα σημαντικό πρόβλημα: ο λαός, που κατά πλειονότητα ήταν ακαδημαϊκά αμόρφωτος, δεν μπορούσε να τη μιλήσει.
Μια λύση έμοιαζε να έρχεται από τον Γιάννη Ψυχάρη, έναν γλωσσολόγο και λογοτέχνη που οργάνωσε την καθομιλουμένη δημοτική γλώσσα. Το 1886, ταξίδεψε στην ελεύθερη Ελλάδα και στα τουρκοκρατούμενα εδάφη, και οι εμπειρίες του τον οδήγησαν να γράψει το πεζογράφημα «Το ταξίδι μου», το οποίο έγινε το κύριο επιχείρημα των δημοτικιστών.
Ωστόσο, τόσο το έργο του όσο και ο ίδιος ο Ψυχάρης δέχτηκαν κριτική από τους υπέρμαχους της καθαρεύουσας, οι οποίοι υποστήριζαν ότι προσπαθεί να διαδώσει τη σλαβική γλώσσα εις βάρος του ελληνισμού.
Μετά τον χαμένο πόλεμο του 1897 με την Τουρκία, η χώρα βρέθηκε σε μια κατάσταση εσωτερικών αναταραχών και πλήθους διαφωνιών. Ένα από τα κεντρικά ζητήματα που προκάλεσαν συγκρούσεις ήταν ο εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού συστήματος, ειδικά σε μια χώρα που δίσταζε ανάμεσα σε δύο γλώσσες: την καθαρεύουσα και τη δημοτική.
Όταν οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού ξεκίνησαν με τη μετάφραση του Ευαγγελίου, πολλοί θεώρησαν ότι ήταν μια ευκαιρία για να εκφράσουν τις διαφωνίες τους. Μια τέτοια απόπειρα έγινε το 1898 από τη βασίλισσα Όλγα, προκαλώντας τη διαμαρτυρία των αρχαϊστών. Η μετάφραση αυτή ποτέ δεν έλαβε την έγκριση της Ιεράς Συνόδου και κυκλοφόρησε σε ελάχιστα αντίτυπα, αποσύρθηκε γρήγορα από την κυκλοφορία.
Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το «Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο», οι απόπειρες μετάφρασης θρησκευτικών κειμένων δεν είναι καινούριες. Το 1536, ο Ιωαννίκιος Καρτάνος είχε μεταφράσει αποσπάσματα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, και το 1638 η Καινή Διαθήκη μεταφράστηκε από τον Μάξιμο Καλλιπολίτη. Ωστόσο, αυτές οι μεταφράσεις δεν βρήκαν συνέχεια και η δεύτερη μάλιστα καταδικάστηκε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1901, η εφημερίδα «Ακρόπολις» προχώρησε σε μια σημαντική κίνηση, δημοσιεύοντας τη μετάφραση του Ευαγγελίου του Ματθαίου, σε συνεργασία με τον Αλέξανδρο Πάλλη, επισημαίνοντας ότι συνεχίζει το έργο της βασίλισσας Όλγας.
«Μυστικός Δείπνος» ή «κρυφό τσιμπούσι»
Οι αντιδράσεις αυτή τη φορά ήταν πιο έντονες. Καθηγητές και φοιτητές της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών χαρακτήρισαν τη μετάφραση του Πάλλη ως «γελοιοποίηση των ανεκτίμητων κειμηλίων του έθνους».
Η ατμόσφαιρα γίνεται εκρηκτική. Εφημερίδες όπως οι «Σκριπ», «Καιροί» και «Εμπρός» παρουσίαζαν τους δημοτικιστές ως άθεους και προδότες, κατηγορώντας τους για τις ρωσικές καταβολές της βασίλισσας Όλγας.
Καθώς η γενική δυσαρέσκεια εναντίον του παλατιού αυξανόταν, οι Γερμανοί που δεν ήθελαν τον Γεώργιο εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση, προωθώντας τον διάδοχο Κωνσταντίνο ως την καλύτερη επιλογή για την Ελλάδα.
Η τέτοια αντίθεση οδήγησε σε σφοδρές συγκρούσεις, με την πιο σοβαρή να συμβαίνει στις 8 Νοεμβρίου, όπου οι διαδηλωτές και η αστυνομία συγκρούστηκαν, αφήνοντας πίσω τους τουλάχιστον οκτώ νεκρούς και πολλές τραυματίες.
Με τις ταραχές να εντείνονται, ο εκδότης της «Ακρόπολης» αποφάσισε να σταματήσει την έκδοση της μετάφρασης και να ζητήσει συγγνώμη από τους φοιτητές.
Η Ιερά Σύνοδος χαρακτήρισε τη μετάφραση «βέβηλη», με αποτέλεσμα τον αρχιεπίσκοπο Προκόπιο να παραιτηθεί και την κυβέρνηση του Γεωργίου Θεοτόκη να πέσει.
Οι φοιτητές έμειναν κλεισμένοι στο Πανεπιστήμιο μέχρι τις 12 Νοεμβρίου και η τυπική λήξη της υπόθεσης ήρθε ένα μήνα μετά με μια ειρηνική διαδήλωση, όπου οι φοιτητές έκαψαν δημόσια αντίτυπα της μετάφρασης και απαίτησαν να ληφθούν μέτρα για να αποφευχθούν παρόμοια γεγονότα στο μέλλον.
Τελικά, το αίτημά τους ικανοποιήθηκε με το «αμετάφραστο των Γραφών» που επιβλήθηκε από την αναθεωρητική Βουλή το 1911.
Καθώς η κατάσταση γινόταν ολοένα και πιο εντεινόμενη, πολλά παραμύθια κυκλοφόρησαν, θολώνοντας την αλήθεια. Ακούστηκαν ιστορίες που ήθελαν τη μετάφραση να περιέχει κωμικές φράσεις, όπως το «μνήσθητί μου, Κύριε» να γίνει «θυμήσου με αφέντη» και το «τας κεφαλάς ημών τω Κυρίω κλίνωμεν» να μετατραπεί στο «κάτω τις κούτρες σας»!
Πράγματι, αρκετοί υπερασπιστές της μετάφρασης ανέφεραν τον «Μυστικό Δείπνο» ως «κρυφό τσιμπούσι». Ωστόσο, πολλοί ιστορικοί αμφισβητούν αυτές τις εντυπώσεις, υποστηρίζοντας ότι αυτοί οι ισχυρισμοί δεν ευσταθούν, καθώς η φράση «Μυστικός Δείπνος» δεν υπάρχει στα τέσσερα ευαγγέλια και, επομένως, δεν θα μπορούσε να υπάρχει και στη μετάφραση. Έτσι, αποδεικνύεται ότι τα fake news είναι μέρος της προπαγάνδας, κάτι που δεν είναι καινούργιο φαινόμενο.