Η ιστορία που θα διαβάσετε παρακάτω περιλαμβάνει μια σημαντική παρανόηση που αναπτύχθηκε με την έλευση του διαδικτύου. Η αεροπειρατεία που συνέβη σήμερα δεν είναι η πρώτη στον κόσμο, αλλά είναι η πρώτη που καταγράφηκε στην Ελλάδα.
Πριν από αυτήν, είχαν σημειωθεί αρκετές άλλες αεροπειρατείες. Η πρώτη συνέβη μεταξύ Μαρτίου και Ιουλίου του 1919, όταν ένας Ούγγρος αριστοκράτης και γεωλόγος κατέλαβε ένα μικρό αεροπλάνο για να δραπετεύσει από την Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία, η οποία διωκούσε τους αντιφρονούντες.
Η δεύτερη αεροπειρατεία σημειώθηκε τον Μάιο του 1928 στις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν ένας 18χρονος που ήθελε να αυτοκτονήσει κατέλαβε ένα διθέσιο αεροσκάφος. Σε ύψος 2.000 ποδιών, χτύπησε τον πιλότο με ένα σφυρί, προκαλώντας του απώλεια αισθήσεων και ελεύθερη πτώση του αεροπλάνου. Ευτυχώς, ο πιλότος ανέκτησε τις αισθήσεις του και κατάφερε να προσγειωθεί με ασφάλεια.
Η πρώτη πλήρως επιβεβαιωμένη αεροπειρατεία σε πολιτικό αεροσκάφος έγινε στις 21 Φεβρουαρίου 1931 στο Περού, όταν αεροπειρατές κατέλαβαν ένα αεροπλάνο της Pan American-Grace Airways για να ρίξουν προπαγανδιστικά φυλλάδια σε διάφορες πόλεις της χώρας.
Ακολούθησαν τουλάχιστον άλλες τέσσερις αεροπειρατείες πριν φτάσουμε στην πρώτη αεροπειρατεία στην Ελλάδα, σε μια χώρα που βρισκόταν σε αναταραχή λόγω του εμφυλίου πολέμου.
Ένα ριψοκίνδυνο σχέδιο
Βρισκόμαστε στον Σεπτέμβριο του 1948. Οι αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας χάνουν συνεχώς έδαφος, καθώς ο Εθνικός Στρατός, με τη βοήθεια των Αμερικανών, προχωρά σε όλες τις κατευθύνσεις, και οι αντάρτες προσπαθούν να διατηρήσουν τις θέσεις τους.
Ακόμα και αυτή η προσπάθεια φαινόταν δύσκολη, καθώς η πρόσβαση στις περιοχές που ελέγχονταν από τους αντάρτες ήταν σχεδόν αδύνατη, λόγω των αποκλεισμών που είχε επιβάλει ο Εθνικός Στρατός.
Για παράδειγμα, ήταν πιο εύκολο για κάποιον να διαφύγει στη Γιουγκοσλαβία (ή σε άλλη κομμουνιστική χώρα) και από εκεί να επιστρέψει στην Ελλάδα, παρά να χρησιμοποιήσει τις κλασικές διαδρομές.
Αυτό σκέφτηκαν και έξι μαθητές γυμνασίου που ήταν μέλη της ΕΠΟΝ, της νεολαίας του παράνομου ΚΚΕ. Ο Αλέξανδρος και ο Δημήτριος Κουφουδάκης (21 και 23 ετών αντίστοιχα), ο Αχιλλέας Κετιμλίδης (19 ετών), ο Αντώνης Βογιάζος (18 ετών), ο Γιώργος Κέλας (17 ετών) και ο Σπύρος Χειλμιάδης (18 ετών) καταζητούνταν από τις Αρχές για σαμποτάζ.
Στην πραγματικότητα, οι έξι σύντροφοι δεν είχαν πολλές επιλογές. Είτε θα έφευγαν σε κάποια χώρα του ανατολικού μπλοκ, είτε θα έπεφταν στα χέρια των διωκτών τους. Τελικά, επέλεξαν το πρώτο.
Ξεκίνησαν από τη Θεσσαλονίκη με προορισμό την Αθήνα, δήθεν για να δώσουν εξετάσεις για την εισαγωγή τους στο Πολυτεχνείο. Όταν θα έδιναν τις (υποτιθέμενες) εξετάσεις τους, θα έπαιρναν ξανά το αεροπλάνο για να επιστρέψουν στη Θεσσαλονίκη. Αυτό έλεγαν, τουλάχιστον.
Ο πραγματικός τους στόχος ήταν να καταλάβουν το αεροπλάνο της επιστροφής και να φτάσουν στη Γιουγκοσλαβία, ώστε αργότερα να περάσουν στα ελληνικά βουνά και να πολεμήσουν στο πλευρό των ανταρτών του ΔΣΕ.
Έθεσαν το σχέδιό τους σε εφαρμογή και το μεσημέρι εκείνης της ημέρας βρέθηκαν στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Αγόρασαν τα εισιτήρια τους και επιβιβάστηκαν στη μεσημεριανή πτήση της ΤΑΕ (προδρόμου της Ολυμπιακής Αεροπορίας) για Θεσσαλονίκη.
Στο αεροπλάνο, τύπου DC-3 (Ντακότα), επέβαιναν συνολικά 21 άτομα (τετραμελές πλήρωμα και 17 επιβάτες, ανάμεσά τους και ο βουλευτής του Κόμματος των Φιλελευθέρων, Ιωάννης Αποστόλου).
Η (περίπου) επιτυχημένη αεροπειρατεία
Λίγα λεπτά μετά την απογείωση, ενώ το αεροσκάφος πετούσε ανάμεσα σε Εύβοια και Σκύρο, οι τέσσερις από τους έξι έφτασαν έξω από το πιλοτήριο. Εισέβαλαν στον θάλαμο διακυβέρνησης και με την απειλή ενός σουγιά και ενός σπασμένου μπουκαλιού γκαζόζας, απαίτησαν από τον κυβερνήτη Αθανάσιο Ηγουμενάκη να ακολουθήσει πορεία προς τη Γιουγκοσλαβία.
Ακολούθησε μια σφοδρή μάχη μέσα στο πιλοτήριο, κατά την οποία τραυματίστηκαν ο πιλότος και ο ασυρματιστής. Εν τω μεταξύ, το αεροπλάνο είχε χάσει αρκετό ύψος και για να αποφευχθούν τα χειρότερα, ο Ηγουμενάκης «παραδόθηκε» για να μπορέσει να το επαναφέρει στο σωστό ύψος.
Στον χαμό, ο ασυρματιστής πρόλαβε να στείλει ένα σήμα κινδύνου στον πύργο ελέγχου. Σχεδόν αμέσως, έλαβε εντολή να «επιστρέψει το αεροπλάνο πάση θυσία εις Θεσσαλονίκην». Ταυτόχρονα, πολεμικά αεροσκάφη απογειώθηκαν για να ματαιώσουν τα σχέδια των αεροπειρατών, αλλά ήταν δύσκολο να εντοπίσουν το αεροπλάνο, καθώς ο πιλότος προσπαθούσε να παραπλανήσει τους αεροπειρατές και να προσγειώσει το αεροπλάνο σε ελληνικό αεροδρόμιο.
Ωστόσο, οι αεροπειρατές τον κατάλαβαν και του ζήτησαν να ακολουθεί τον Αξιό ποταμό για να είναι σίγουροι ότι κρατούσε τη σωστή πορεία. Στη συνέχεια, υπήρξε σιγή ασυρμάτου. Το επόμενο μήνυμα που εξέπεμψε ο ασύρματος ήταν: «Είμεθα προσγειωμένοι Όφτσε Πόλε 60 χλμ. Νοτιοανατολικά Σκοπίων».
Οι αεροπειρατές είχαν πετύχει το πρώτο και πιο δύσκολο κομμάτι του τολμηρού σχεδίου τους χωρίς να υπάρξουν θύματα ή σοβαρές ζημιές, παρά μόνο μικροτραυματισμοί των δραστών και του πληρώματος κατά τη διάρκεια της αρχικής συμπλοκής. Παράλληλα, οι επιβάτες δεν υπήρξαν θύματα και αντιμετωπίστηκαν με σεβασμό, όπως δήλωσαν αργότερα.
Μετά από ολιγόωρη παραμονή στο γιουγκοσλαβικό έδαφος, απογειώθηκαν με την έγκριση των δραστών και έφτασαν το ίδιο απόγευμα στο αεροδρόμιο του Σέδες. Αμέσως, ξεκίνησαν έρευνες για να διαπιστωθεί αν οι δράστες είχαν συνεργούς, αν πίσω από την ενέργεια αυτή βρισκόταν το ΚΚΕ και αν σχετιζόταν με τη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου του CBS, Τζορτζ Πολκ.
Τελικά, τίποτα από αυτά δεν επιβεβαιώθηκε και η τολμηρή αυτή ενέργεια αποδόθηκε στον νεανικό ενθουσιασμό και στην… άγνοια κινδύνου. Το εμφυλιακό κράτος, ωστόσο, εξέφρασε την οργή του στις οικογένειες των έξι νεαρών. Πολλοί κατέληξαν σε φυλακές και ξερονήσια.
Οι έξι αεροπειρατές δικάστηκαν ερήμην από το Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης και καταδικάστηκαν σε θάνατο, αλλά η απόφαση αυτή δεν εκτελέστηκε ποτέ.
Τι απέγιναν οι έξι αεροπειρατές; Ο Χελμιάδης σκοτώθηκε σε μάχη στο Μπίκοβικ την Πρωτοχρονιά του 1949. Ο Κετιμλίδης, ο οποίος ήταν ο μόνος από τους έξι που δεν καταζητούνταν από την Ασφάλεια και συμμετείχε απλά σε ένδειξη αλληλεγγύης, σκοτώθηκε σε μάχη στο Κιλκίς.
Τα αδέλφια Δημήτριος και Αλέξανδρος Κουφουδάκης, 23 και 21 ετών αντίστοιχα, τραυματίστηκαν σε μια μάχη και επέστρεψαν στη Γιουγκοσλαβία με σοβαρά τραύματα. Ο Αλέξανδρος σπούδασε χημεία εκεί. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα το 1985, εργάστηκε στο Δημόκριτο. Ο Δημήτρης σπούδασε οικονομικά και επαναπατρίστηκε το 1978, λίγο πριν από τον αδελφό του, και εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα. Ήταν οι μόνοι από τους έξι που ζούσαν μέχρι και πριν από μερικά χρόνια.
Ο Κέλας, με τη λήξη του εμφυλίου, έφυγε στη Ρουμανία όπου σπούδασε ιστορία. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη πριν από τη χούντα και πέθανε το 1985.
Τέλος, ο Βογιάζος, που ήταν η «ψυχή» της αεροπειρατείας, πέρασε στην Ελλάδα, αλλά όταν το ΚΚΕ έδωσε την εντολή να τεθούν τα όπλα «παρά πόδα», έφυγε για την ΕΣΣΔ. Εκεί σπούδασε κινηματογράφο και έγινε ο επίσημος μεταφραστής του έργου του Λένιν στα ελληνικά. Αργότερα, σκηνοθέτησε πολλές ταινίες και σειρές της σοβιετικής τηλεόρασης. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1976, όπου εργάστηκε επίσης ως σκηνοθέτης. Πέθανε στο σπίτι του στην Αθήνα ανήμερα του Αγίου Ιωάννη το 1992.