Τα jump scare θεωρούνται συνώνυμα του φόβου και της έκπληξης, προκαλώντας μια αδρεναλίνη που οδηγεί σε ανεξέλεγκτες σωματικές αντιδράσεις. Ο όρος προέρχεται από την αγγλική φράση jump scare και αναφέρεται σε μικρές κινηματογραφικές εκπλήξεις τρόμου που μπορεί να σε κάνουν να πετάξεις από την καρέκλα σου.
Αυτές οι σκηνές υπάρχουν σχεδόν όσο και το σινεμά τρόμου, προσφέροντας άλλοτε απολαυστικά τρομακτικές και άλλοτε υπερβολικές και περιττές στιγμές. Τα jump scare απευθύνονται στον πιο πρωτόγονο εαυτό μας. Στην απόλυτη σιωπή μιας σκοτεινής αίθουσας, όταν έχεις ξεχάσει τον κόσμο γύρω σου, μια ξαφνική δυνατή ήχος ή μια απροσδόκητη εικόνα μπορεί να κάνει την καρδιά σου να χτυπά πιο γρήγορα.
Αν και γνωρίζεις ότι δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος, η εμπειρία είναι αναμφισβήτητα απολαυστική για τους λάτρεις των ταινιών τρόμου. Ένα κλασικό jump scare μπορεί να σε «ακολουθεί» ακόμα και μετά τους τίτλους τέλους.
Η ιστορία των jump scare
Η παρουσία των jump scare στο σινεμά ξεκινά από τις πρώτες ασπρόμαυρες ταινίες τρόμου, αλλά η εκτέλεσή τους έχει εξελιχθεί σημαντικά με την πάροδο των χρόνων. Στις αρχές, ο φόβος του θεατή χτιζόταν σταδιακά από την πλοκή και την ατμόσφαιρα, με τα jump scare να εμφανίζονται σπάνια και διακριτικά, αλλά αποτελεσματικά.
Ο «Φρανκενστάιν» του 1931 και το «Φάντασμα της Όπερας» του 1925 περιλαμβάνουν τις πρώτες προσπάθειες στο είδος, αλλά το πρώτο κλασικό jump scare, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, εμφανίζεται στην ταινία «Cat People» του 1942. Στη σκηνή αυτή, η πρωταγωνίστρια περπατάει σε ένα σκοτεινό δρομάκι και αντιλαμβάνεται ότι κάποιος την ακολουθεί. Όταν η αγωνία κορυφώνεται, ένας ξαφνικός δυνατός ήχος και ένα λεωφορείο που σταματά απότομα μπροστά της προκαλούν πανικό.
Αυτή η σκηνή θεωρείται πρόγονος όλων των σύγχρονων jump scare και δημιούργησε την κατηγορία «Λεωφορείο Λιούτον», από τον παραγωγό της ταινίας, Βαλ Λιούτον. Παρόλο που τρομάζει τους θεατές, δεν αντιπροσωπεύει πραγματική απειλή, αλλά κάτι απολύτως αθώο, όπως μια γάτα που πετάγεται από τα σκουπίδια.
Από τον Χίτσκοκ στον Πολάνσκι
Η σκηνή του λεωφορείου στο «Cat People» δεν έγινε τάση στην εποχή της. Στη δεκαετία του ’50, οι εμφανίσεις των jump scare παρέμειναν σπάνιες, αλλά τη δεκαετία του ’60, ο τρόμος συνδέθηκε με τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, ο οποίος τελειοποίησε την τεχνική του jump scare. Δημιούργησε εμβληματικές σκηνές, όπως η δολοφονία στο μπάνιο στο «Ψυχώ» (1960), όπου η μουσική συνδέθηκε απόλυτα με τον τρόμο και το σοκ της σκηνής, κάνοντάς τους θεατές να ουρλιάζουν.
Πολλοί σκηνοθέτες προσπάθησαν να ακολουθήσουν τα βήματα του Χίτσκοκ, και τα jump scare άρχισαν να εμφανίζονται πιο συχνά. Το πιο διάσημο jump scare της εποχής εντοπίζεται στην ταινία «Αποστροφή» του Ρομάν Πολάνσκι το 1965, όταν η Κατρίν Ντενέβ ανοίγει την πόρτα της ντουλάπας για να διαλέξει φόρεμα, εισάγοντας την τεχνική της αποκάλυψης μέσω του καθρέφτη.
Η εξέλιξη των jump scare
Στη δεκαετία του ’70, τα jump scare εξελίσσονται σε απαραίτητο εργαλείο για τους σκηνοθέτες ταινιών τρόμου, όπως στο «Εξορκιστής» (1973) και τα «Σαγόνια του Καρχαρία» (1975) του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Ωστόσο, η σκηνή που άνοιξε μια νέα εποχή για τα jump scare εμφανίζεται στην ταινία «Κάρι» του Μπράιαν Ντε Πάλμα (1976). Μετά από ένα λουτρό αίματος, η πρωταγωνίστρια αφήνει λουλούδια στον τάφο της Κάρι, και καθώς οι τίτλοι τέλους ετοιμάζονται να ξεκινήσουν, ένα ματωμένο χέρι βγαίνει από τον τάφο, προκαλώντας ανατριχίλα.
Αυτή η σκηνή καθόρισε τα jump scare ως μια mainstream κινηματογραφική τεχνική που χρησιμοποιήθηκε ευρέως στη δεκαετία του ’80, με ταινίες όπως «Ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος με το Πριόνι» (1974) και «Χαλογουίν» (1978) να εδραιώνουν τη θέση τους στην ποπ κουλτούρα.
Η κατάχρηση και η παρακμή των jump scare
Ωστόσο, η υπερβολική χρήση τους, ειδικά σε ταινίες όπως «Η Έβδομη Πύλη της Κολάσεως» (1981) και «Evil Dead II» (1987), δημιούργησε ένα στερεότυπο που έγινε ενοχλητικό, καθώς περιλαμβάνουν τα περισσότερα jump scare της δεκαετίας τους. Η αλλαγή της χιλιετίας βρήκε τα jump scare σε μεγάλη φόρμα, με ταινίες όπως οι συνέχειες του «Scream» και «Βλέπω τον Θάνατό Σου» να τα χρησιμοποιούν εκτενώς.
Αυτές οι ταινίες χρησιμοποίησαν κάθε είδους τρικ για να τρομάξουν το κοινό, μερικές φορές με επιτυχία και άλλες φορές βιαστικά. Η γοητεία των παλιών εποχών, όπου ο τρόμος κλιμακωνόταν σταδιακά, είχε υποχωρήσει.
Για χρόνια, τα jump scare σταμάτησαν να θεωρούνται μια διασκεδαστική έκπληξη τρόμου και έγιναν ένα εργαλείο που προκαλεί σοκ χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Ταινίες όπως «Οι φωνές των νεκρών 2» (2013) κατέχουν το ρεκόρ με 32 jump scare, κάτι που οδήγησε σε κριτική και απογοήτευση από το κοινό.
Η νέα εποχή των jump scare
Παρά την κατάχρηση, τα jump scare δεν εξαφανίστηκαν. Από το 2010 και μετά, ταινίες όπως «Η Διαδοχή» (2018), «Η Μάγισσα» (2015) και «Τρέξε!» (2017) απέφυγαν την υπερβολική χρήση τους, δημιουργώντας όμως αποτελεσματικά jump scare που παρέμειναν στη μνήμη του θεατή. Στη «Διαδοχή», τα jump scare είναι αρκετά και ικανά να στοιχειώνουν τους θεατές για καιρό.
Ο Τζέιμς Γουάν, σκηνοθέτης ταινιών όπως «Σε Βλέπω» και «Το Κάλεσμα», έχει δημιουργήσει μερικά από τα πιο αξέχαστα jump scare, επαναφέροντας τη χαμένη αίγλη του είδους. Επιπλέον, ο Μάικ Φλάναγκαν, με τις σειρές τρόμου του στο Netflix, έχει δώσει νέα ώθηση στα jump scare, με το «The Midnight Club» να καταγράφει 21 jump scare σε ένα επεισόδιο.
Η ιστορία δείχνει ότι η επιτυχία των jump scare εξαρτάται από την ποιότητα και όχι από την ποσότητα. Όταν χρησιμοποιούνται με φειδώ και φαντασία, μπορούν να δημιουργήσουν εμβληματικές στιγμές κινηματογραφικής τέχνης με διαρκή απήχηση.