Η απόφαση του Γάλλου Προέδρου Εμανουέλ Μακρόν να μην διορίσει την Λουσί Καστέ ως Πρωθυπουργό της Γαλλίας, παρόλο που προτάθηκε από το Νέο Λαϊκό Μέτωπο, το οποίο διαθέτει την πλειοψηφία στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση, έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις. Ο σχηματισμός χαρακτήρισε αυτή την απόφαση ως πραξικοπηματική, γεγονός που αναδεικνύει μια νέα αντίληψη της πολιτικής. Αυτή η αντίληψη δεν θεωρεί την πολιτική ως δημοκρατική διαδικασία, αλλά μάλλον ως αναγκαία συναίνεση, περιορισμένη σε ένα νεοφιλελεύθερο πλαίσιο που έχει προκαθοριστεί. Υπογραμμίζει επίσης ότι το φαινόμενο της «μεταδημοκρατίας» δεν είναι απλώς μια θεωρητική ανάλυση, αλλά ρεαλιστική πτυχή της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής.
Φυσικά, είναι γεγονός ότι η κατάσταση αυτή προήλθε από τη διαμόρφωση ενός πολύπλοκου πολιτικού σκηνικού, με την εκλογική βάση να είναι χωρισμένη σε τρεις κυριότερες ομάδες: την Ακροδεξιά, το Κέντρο και την Αριστερά. Αυτή η τριχοτόμηση καθιστούσε δύσκολη την επίτευξη πλειοψηφίας. Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι η νίκη σε εκλογές δεν είναι πια ικανή από μόνη της να επιφέρει τον σχηματισμό κυβέρνησης. Πλέον, προκρίνεται να εξετάζεται αν το κόμμα έχει τη δυνατότητα να ενταχθεί σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο και να εξασφαλίσει τη συναίνεση.
Η έμφαση στη «συναίνεση» όμως αναιρεί την ουσία της λαϊκής κυριαρχίας. Το δικαίωμα ψήφου είναι σημαντικό, αλλά το πιο κρίσιμο είναι η δυνατότητα η ψήφος αυτή να μεταφράζεται σε πραγματική πολιτική αλλαγή, και όχι σε επικύρωση προειλημμένων αποφάσεων.
Αυτό που παρατηρούμε λοιπόν είναι το αποτέλεσμα μιας ριζικής αντίληψης που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως «μία μορφή μίσους για τη δημοκρατία», μια φράση που προέρχεται από τον φιλόσοφο Ζακ Ρανσιέρ. Αυτή η αντίληψη, που έχει καλλιεργηθεί εδώ και αρκετά χρόνια, προτείνει ότι οι σημαντικές αποφάσεις δεν θα πρέπει να ανήκουν στους πολίτες, αλλά να αφήνονται στους «ειδικούς» ή στον υποτιθέμενα λογικό κόσμο των αγορών.
Τελικά, η συχνή χρήση σφοδρής αστυνομικής καταστολής από τις κυβερνήσεις του Εμανουέλ Μακρόν αποκαλύπτει ότι ο κρατικός αυταρχισμός είναι η άλλη όψη της λεγόμενης «συναίνεσης». Αυτή η κατάσταση προκαλεί ανησυχία για το μέλλον της δημοκρατίας στη Γαλλία και στην Ευρώπη γενικότερα.