Ο 40χρονος Ιρακινός καταδικάστηκε από το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης σε 10 χρόνια φυλάκισης χωρίς αναστολή για τη συμμετοχή του στη δολοφονία ενός 30χρονου συμπατριώτη του. Το πτώμα του θύματος, το οποίο είχε βρεθεί ακέφαλο και διαμελισμένο, ανακαλύφθηκε τον Σεπτέμβριο του 2020 στην περιοχή του Κάτω Σχολαρίου Θεσσαλονίκης.
Σύμφωνα με τη δικογραφία, οι δύο κατηγορούμενοι και το θύμα φαίνεται ότι είχαν σχέση με παράνομες διακινήσεις μεταναστών. Η δολοφονία εκτιμάται ότι προήλθε από οικονομικές διαφορές που σχετίζονταν με αυτή τη δραστηριότητα.
Για την ίδια υπόθεση, κατηγορείται και ένας 54χρονος Ιρακινός, ο οποίος φέρεται να έχει διαφύγει στην πατρίδα του λίγες ημέρες μετά το έγκλημα, αφήνοντας πίσω την οικογένειά του στην Ελλάδα.
Κατά την απολογία του, ο 40χρονος Ιρακινός, ο οποίος έχει κουρδική καταγωγή, αρνήθηκε την εμπλοκή του στην υπόθεση, κατηγορώντας τον 54χρονο ως τον κύριο δράστη. Ισχυρίστηκε ότι κατά την επιστροφή τους από τη Χαλκιδική, ο συγκατηγορούμενός του είχε έντονη λογομαχία με το θύμα, το οποίο του χρωστούσε χρήματα. Ο 54χρονος, προφασιζόμενος ότι θέλει να κάνει την ανάγκη του, αποβιβάστηκε από το αυτοκίνητο και τον ακολούθησε ο 30χρονος, όπως δήλωσε ο καταδικασθείς, προσθέτοντας ότι άκουσε θόρυβο που θύμιζε πυροβολισμούς.
Το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία (με αλλαγή της κατηγορίας), ενώ τον αθώωσε ομόφωνα για ληστεία και παράνομη οπλοφορία. Η έφεση που υπέβαλε δεν είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα στην ποινή του, με αποτέλεσμα να επιστρέψει στη φυλακή.
Το πρωί της 7ης Σεπτεμβρίου 2020, το ακέφαλο πτώμα βρέθηκε σε παράδρομο της εθνικής οδού Θεσσαλονίκης – Νέων Μουδανιών. Στην περιοχή, οι αστυνομικοί εντόπισαν και τα υπόλοιπα μέλη του σώματος, τα οποία είχαν διασκορπιστεί, πιθανώς με τη βοήθεια ζώων. Το κρανίο παρουσίαζε κακώσεις από πυροβολισμούς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το θύμα και οι δύο κατηγορούμενοι είχαν δείπνο σε ταβέρνα της Χαλκιδικής στις 15 Αυγούστου 2020. Η δολοφονία συνέβη κατά την επιστροφή τους στη Θεσσαλονίκη, με τις τηλεφωνικές επικοινωνίες να επιβεβαιώνουν την παρουσία των κατηγορουμένων στον τόπο και τον χρόνο του εγκλήματος.
Φαίνεται ότι και οι τρεις εμπλέκονταν σε παράνομες δραστηριότητες διακίνησης μεταναστών, αποκομίζοντας μεγάλα χρηματικά ποσά, τα οποία ο θύμα δαπανούσε σε τυχερά παιχνίδια.