Η ελονοσία είναι μια από τις πιο σοβαρές μεταδοτικές ασθένειες παγκοσμίως, με περίπου 250 εκατομμύρια κρούσματα και 600.000 θανάτους κάθε χρόνο, κυρίως σε χώρες της Αφρικής. Το 80% αυτών των θανάτων αφορά παιδιά κάτω των 5 ετών.
Τα κύρια συμπτώματα της ελονοσίας περιλαμβάνουν πυρετό, κόπωση, έμετο και πονοκέφαλο, τα οποία εμφανίζονται 10-15 ημέρες μετά το τσίμπημα από μολυσμένο κουνούπι του γένους Anopheles. Σε πιο σοβαρές περιπτώσεις, μπορεί να προκύψουν επιπλοκές όπως ίκτερος, σπασμοί, κώμα και θάνατος.
Μέχρι σήμερα, έχουν εγκριθεί δύο εμβόλια κατά της ελονοσίας, τα οποία προσφέρουν σχετικά χαμηλή αποτελεσματικότητα, γύρω στο 75%, και απαιτούν επαναληπτικές δόσεις. Αυτό καθιστά δύσκολη την εφαρμογή προγραμμάτων εμβολιασμού σε φτωχές χώρες της Αφρικής.
Μια νέα ελπιδοφόρα μελέτη, που δημοσιεύεται στο The New England Journal of Medicine, εξετάζει την προοπτική εμβολίων που βασίζονται σε γενετικά τροποποιημένες εκδόσεις του παρασίτου Plasmodium falciparum, που προκαλεί την ελονοσία.
Στη μελέτη συμμετείχαν 20 εθελοντές, οι οποίοι χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες: GA1, GA2 και ψευδοφάρμακο. Κάθε εθελοντής δέχτηκε τσιμπήματα από 50 κουνουπιών. Τρεις εβδομάδες αργότερα, εκτέθηκαν σε τσιμπήματα κουνουπιών που μετέφεραν το παθογόνο στέλεχος του παρασίτου.
Από τους εθελοντές της ομάδας GA2, το 89% κατάφερε να αποφύγει τη λοίμωξη, ενώ στην ομάδα GA1 το ποσοστό αυτό ήταν μόλις 13%. Οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Λάιντεν στην Ολλανδία επισημαίνουν ότι, αν και τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά, το δείγμα της δοκιμής ήταν μικρό και απαιτούνται μεγαλύτερες μελέτες για να εκτιμηθούν οι προοπτικές του πειραματικού εμβολίου.
Μια νέα προσέγγιση για την πρόληψη της ελονοσίας θα μπορούσε να είναι η απελευθέρωση κουνουπιών που φέρουν μια γενετικά τροποποιημένη εκδοχή του παρασίτου, κάτι που φαίνεται να έχει υποσχόμενα αποτελέσματα σε πρόσφατες δοκιμές εσκεμμένης μόλυνσης.