Φανταστείτε ένα σύμπαν όπου δεν υπάρχουν εξωτερικές επιρροές. Σε αυτό το σύμπαν, κανείς δεν μπορεί να μας επηρεάσει θετικά ή αρνητικά σχετικά με οτιδήποτε: δεν θα υπάρχει κανείς να μας προτείνει να δοκιμάσουμε μια «εκπληκτική» καρμπονάρα ή να ακούσουμε το «τέλειο» τραγούδι, ούτε θα μας προτρέψει να δούμε την ταινία που έχει κερδίσει τρία Όσκαρ και έχει 4,2 αστέρια στο Letterboxd, καθώς καμία τέτοια πληροφορία δεν θα φτάνει σε εμάς.
Αυτό το σύμπαν θα ήταν διαφορετικό και από τη σκοπιά του σινεμά. Η εμπειρία μας θα καθοριζόταν αποκλειστικά από το προσωπικό μας βίωμα, χωρίς να επηρεαζόμαστε από προσδοκίες που προέρχονται από άλλους. Επιπλέον, κανείς δεν θα μπορούσε να μας προτείνει μια ταινία, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι και στο τωρινό σύμπαν συχνά δεν βλέπουμε τις ταινίες που μας προτείνουν. Έτσι, θα παρακολουθούσαμε ταινίες με ανοιχτό μυαλό, και οι κριτικές μας θα προέρχονταν από τη δική μας προσωπική αλληλεπίδραση με αυτές, σε συνδυασμό με την ήδη διαμορφωμένη αντίληψή μας για τον κινηματογράφο. Μόνο με όσους έχουν δει τις ταινίες θα είχαμε το δικαίωμα να συζητήσουμε, καθώς ένα σύμπαν χωρίς διάλογο δεν θα είχε λόγο ύπαρξης.
Γιατί, λοιπόν, να δημιουργήσουμε ένα τέτοιο σύμπαν; Διότι στο τωρινό μας περιβάλλον είναι πολύ πιο δύσκολο να παραδεχτούμε ότι δεν μας άρεσε μια ταινία που κέρδισε το μεγάλο βραβείο στις Κάννες, σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη. Αντίθετα, είναι πιο πιθανό να επιλέξουμε να δούμε την ταινία που κέρδισε το βραβείο, παρά μια άλλη που ίσως μας ενδιαφέρει περισσότερο λόγω της υπόθεσης ή του σκηνοθέτη.
Η ενοχή του να μην σου αρέσει κάτι κοινώς αποδεκτό
Συχνά αμφισβητούμε τις πεποιθήσεις μας, νιώθοντας ότι πρέπει να δικαιολογήσουμε την άποψή μας. Αυτή η ενοχή προκύπτει από την αίσθηση ότι δεν κατανοούμε κάτι που όλοι οι άλλοι θεατές, οι κριτικοί και οι επιτροπές φαίνεται να κατανοούν. Πόσοι από εμάς δεν έχουν βιώσει κρίση αυτοπεποίθησης μετά από μια ερώτηση όπως «Τι εννοείς δεν σου άρεσε;»;
Η τέχνη, ωστόσο, δεν είναι στατιστική, και οι βαθμολογίες ή τα βραβεία μπορεί να προσπαθούν να την περιορίσουν σε καλούπια που δεν της ταιριάζουν. Παρόλο που όλοι έχουμε μια watchlist με ταινίες που έχουν κερδίσει Όσκαρ, και μας αρέσει να βαθμολογούμε κάτι που μας άρεσε ή όχι, το γεγονός ότι μια ταινία έχει κερδίσει Χρυσό Φοίνικα δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι καλύτερη από μια άλλη ταινία που μας αγγίζει περισσότερο.
Στο «Anora» του Σον Μπέικερ
Στην ταινία «Anora», δεν κατάφερα να εντοπίσω σχεδόν τίποτα από αυτά που περίμενα. Στο πρώτο μέρος, η ιστορία ενός πλουσιόπαιδου που αγοράζει διασκέδαση και μια σεξεργάτρια που περνάει χρόνο μαζί του δεν καταλήγει πειστικά στον γάμο τους στο Λος Άντζελες. Στο δεύτερο μέρος, οι Αρμένιοι μπράβοι θυμίζουν τους διαρρήκτες στο «Home Alone», και το τρίτο μέρος δεν κατάφερε ποτέ να με κάνει να νιώσω συμπόνια για τη βασική ηρωίδα και τις μάταιες ελπίδες της για μια καλύτερη ζωή.
Σχέση με το «The Room Next Door» του Πέδρο Αλμοδόβαρ
Αυτό το σημείο με οδηγεί να συγκρίνω το «Anora» με το «The Room Next Door» του Πέδρο Αλμοδόβαρ, που πρόσφατα προβλήθηκε στις ελληνικές αίθουσες. Σε αυτή την ταινία, δεν ένιωσα καμία συμπόνια για τις κεντρικές φιγούρες. Η Μάρθα, που πάσχει από μια ανίατη ασθένεια, αποφασίζει να ελέγξει τον θάνατό της, ενώ η Ίνγκριντ, η παλιά της φίλη, την συνοδεύει. Αν η Τζούλιαν Μουρ δεν ήταν τόσο εξαιρετική ηθοποιός, ο χαρακτήρας της δεν θα είχε αποδώσει ποτέ τα συναισθήματα που βιώνει.
Η ταινία δεν με έκανε να συνδεθώ συναισθηματικά με τους χαρακτήρες της. Τα flashbacks και οι διάλογοι ήταν προβλέψιμοι και δεν κατάφεραν να μας αγγίξουν. Ακόμα και αν όλα αυτά είναι αποτέλεσμα της σκηνοθετικής προσέγγισης του Αλμοδόβαρ, έφυγα από την αίθουσα νιώθοντας ότι είδα μια τυχαία ταινία στο Netflix. Μόνο τα χρώματα και η φωτογραφία λειτουργούσαν αρμονικά μέσα μου.
Συνολικά, αυτές οι δύο ταινίες αγγίζουν σημαντικά υπαρξιακά και κοινωνικά ζητήματα, όπως η κατάσταση των περιθωριοποιημένων ομάδων και το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια στο θάνατο. Μήπως είμαι ρηχή και δεν κατάλαβα την λεπτή προσέγγιση των δημιουργών; Ή απλώς υπήρξε ένα mismatch; Είναι δυνατόν να αρέσει σε όλους μια βραβευμένη ταινία; Σίγουρα όχι.
Ας συνεχίσουμε να πηγαίνουμε σινεμά, να παρακολουθούμε ταινίες, να βιώνουμε κρίσεις αυτοπεποίθησης και να διαφωνούμε για την τέχνη. Αφού δεν βρισκόμαστε σε εκείνο το σύμπαν με τις μηδενικές αναφορές, ας προσπαθήσουμε να διαχειριστούμε και τις προσδοκίες μας που συχνά αποφασίζουν για εμάς πριν από εμάς.