Ο 30χρονος δράστης της Δώρας στο Αγρίνιο, μετά τη σύλληψή του το μεσημέρι της Τρίτης (12/11), φέρεται να δήλωσε στις αρχές ότι τσακώθηκαν μέσα στο αυτοκίνητο, γεγονός που τον οδήγησε να νευριάσει, να βγάλει το όπλο και να την πυροβολήσει εξ επαφής.
Σύμφωνα με πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές, ο δράστης φέρεται να είπε: «Τσακωθήκαμε μέσα στο αυτοκίνητο, νευρίασα και τότε έβγαλα το όπλο και την πυροβόλησα», ενώ ήταν σε έντονη ψυχολογική κατάσταση.
Ωστόσο, οι αστυνομικοί προσεγγίζουν τους ισχυρισμούς του με επιφυλακτικότητα, εκτιμώντας ότι προσπαθεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι ενήργησε εν βρασμώ και όχι με προμελέτη. Υπάρχουν στοιχεία που υποδηλώνουν ότι το έγκλημα ήταν προγραμματισμένο.
Πηγές που γνωρίζουν την υπόθεση εξήγησαν ότι ο δράστης πλησίασε τη Δώρα οπλισμένος. Είχε προμηθευτεί το όπλο από τη «μαύρη αγορά» μετά την αφαίρεση δύο κυνηγετικών όπλων που κατείχε, τα οποία του είχαν αφαιρεθεί από τις αρχές ύστερα από μήνυση που είχε υποβάλει η Δώρα για ενδοοικογενειακή βία. Παρά την αφαίρεση του οπλισμού, ταξίδεψε στην Αθήνα, αγόρασε νέο όπλο και επέστρεψε στο Αγρίνιο.
Ο δράστης περίμενε τη Δώρα να φτάσει στο σημείο όπου διαπράχθηκε η γυναικοκτονία. Όταν εκείνη σταθμεύει το αυτοκίνητό της, την αιφνιδίασε και μπήκε στο αυτοκίνητο από την πλευρά του συνοδηγού, με την συνέχεια να είναι γνωστή. Ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες αναφέρουν ότι την ημέρα του φονικού είχαν κλείσει ραντεβού, καθώς η Δώρα πίστευε ότι θα μπορούσε να πείσει τον 30χρονο να την αφήσει ήσυχη.
Φαίνεται ότι ο άνδρας δεν μπορούσε να αποδεχτεί ότι η σχέση τους είχε τελειώσει, παρόλο που η Δώρα προσπαθούσε να του εξηγήσει ήρεμα ότι οι δρόμοι τους είχαν χωρίσει για πάντα.
Μάλιστα, ο δράστης συνέχιζε να την απειλεί ακόμη και λίγο πριν τη δίκη του για ενδοοικογενειακή βία, η οποία ήταν προγραμματισμένη για την Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου.
Μετά το έγκλημα, ο 30χρονος εγκατέλειψε το αυτοκίνητό του και άρχισε να περιφέρεται στην περιοχή της Μυρτιάς, όπου και εντοπίστηκε το πρωί της Τρίτης. Είχε προηγουμένως επικοινωνήσει με την αδελφή του και της είχε πει «χτύπησα τη Δώρα». Η μητέρα και η αδελφή του υπέδειξαν στους αστυνομικούς την αποθήκη όπου είχε καταφύγει, φοβούμενες ότι θα μπορούσε να αυτοκτονήσει. «Να παραδοθεί, να πληρώσει γι’ αυτό που έκανε, αλλά να μην αυτοκτονήσει», έλεγε η αδελφή του τις πρώτες ώρες μετά το έγκλημα.
Δυνάμεις της ΟΠΚΕ πλησίασαν την αποθήκη, και ο δράστης, κάθε φορά που ένιωθε τους αστυνομικούς να πλησιάζουν, έβαζε το όπλο του στον κρόταφο. Ένας διαπραγματευτής κατάφερε να τον ηρεμήσει και τελικά η αδελφή του μπήκε στην αποθήκη, τον αγκάλιασε και του πήρε το όπλο. Εκείνη τη στιγμή, οι αστυνομικοί μπήκαν στην αποθήκη, τον ακινητοποίησαν και του πέρασαν χειροπέδες.