Σήμερα, 14 Νοεμβρίου, γιορτάζουμε την Παγκόσμια Ημέρα Διαβήτη, και είναι μια καλή ευκαιρία να εξετάσουμε τις προκλήσεις που βιώνουν καθημερινά οι άνθρωποι που πάσχουν από διαβήτη. Ζητήσαμε από την κυρία Σουλιώτη να μας εξηγήσει τις βασικές διαφορές μεταξύ του διαβήτη τύπου 1 και τύπου 2.
«Ο διαβήτης τύπου 1 είναι αυτοάνοσος και απαιτεί συνεχή χορήγηση ινσουλίνης από τη στιγμή της διάγνωσης. Αντίθετα, ο διαβήτης τύπου 2 σχετίζεται με γενετικούς παράγοντες, παχυσαρκία και τον τρόπο ζωής. Μπορεί να παραμένει κρυφός για χρόνια και να εκδηλωθούν οι επιπλοκές χωρίς προειδοποίηση, αλλά με έναν υγιή τρόπο ζωής είναι δυνατόν να είναι αναστρέψιμος», εξηγεί η κυρία Σουλιώτη.
Η ενημέρωση και η εκπαίδευση είναι απαραίτητες, κυρίως από μια ομάδα ειδικών που περιλαμβάνει τον θεράποντα ιατρό, τον νοσηλευτή με εξειδίκευση στον διαβήτη, τον διατροφολόγο και τον ψυχολόγο. «Δυστυχώς, η ψυχική υγεία παραμένει ταμπού για πολλούς», προσθέτει.
Η διαχείριση μιας νόσου που απαιτεί 24ωρη παρακολούθηση καθιστά την καθημερινότητα πιο δύσκολη, καθώς οι ασθενείς πρέπει να αντιμετωπίσουν και τις υπόλοιπες προκλήσεις της ζωής τους. Αυτό μπορεί να επιφέρει ψυχολογικό φορτίο.
«Η διαχείριση του διαβήτη δεν αφορά μόνο τη διατροφή, αλλά και τα συναισθήματα, το άγχος και τις ορμονικές διακυμάνσεις, ειδικά στις γυναίκες, οι οποίες είναι περισσότερες από τους άνδρες. Τα αυτοάνοσα νοσήματα πλήττουν συχνότερα τις γυναίκες, και υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό, όπως οι κοινωνικές πιέσεις και οι πολλαπλές ευθύνες», αναφέρει.
«Διακοπή εργασίας για ένεση ινσουλίνης»
Ρωτήσαμε την κυρία Σουλιώτη πώς διαχειρίζονται οι διαβητικοί την ινσουλίνη τους όταν εργάζονται σε απαιτητικές θέσεις, όπως στο catering ή στη μαγειρική. «Οι άνθρωποι που εργάζονται σε τέτοιες θέσεις έχουν προσαρμοστεί. Σταματούν για λίγο για να κάνουν μια γρήγορη μέτρηση, αν δεν χρησιμοποιούν αισθητήρα συνεχούς καταγραφής», εξηγεί.
«Εάν δεν φοράνε αισθητήρα, πρέπει να μετρήσουν το σάκχαρο με το δάχτυλο, ώστε να ξέρουν αν χρειάζεται να φάνε και πόση ινσουλίνη θα χρειαστούν», προσθέτει. Εάν φοράνε συνεχούς καταγραφής, παρακολουθούν το σάκχαρο και υπολογίζουν γρήγορα την απαιτούμενη δόση ινσουλίνης.
«Υπάρχει επίσης η περίπτωση υπογλυκαιμίας κατά τη διάρκεια της δουλειάς, όπου πρέπει να σταματήσουν και να καταναλώσουν κάτι γλυκό, όπως χυμό ή μέλι, για να επαναφέρουν τα επίπεδα ζαχάρου», τονίζει.
«Νυχτερινές προκλήσεις»
Σχετικά με το τι συμβαίνει στους διαβητικούς κατά τη διάρκεια της νύχτας, η κυρία Σουλιώτη αναφέρει: «Αυτοί που χρησιμοποιούν σύγχρονα τεχνολογικά προϊόντα, όπως αντλίες και συστήματα συνεχούς καταγραφής, έχουν λιγότερες πιθανότητες να ξυπνήσουν για το ζάχαρο. Ωστόσο, όσοι δεν έχουν αντλία μπορεί να χρειαστεί να ξυπνήσουν αν χτυπήσει συναγερμός λόγω χαμηλού ή υψηλού σακχάρου».
«Αν το ζάχαρο είναι χαμηλό, πρέπει να φάνε κάτι, ακόμα κι αν είναι 3-4 το πρωί», προσθέτει.
«Συγκλονιστική εμπειρία υπογλυκαιμίας»
Η κυρία Σουλιώτη θυμάται μια προσωπική εμπειρία υπογλυκαιμίας που είχε πριν από 17 χρόνια στο ηλεκτρικό τρένο. «Δεν είχα μαζί μου πορτοκαλάδα, που πάντα κουβαλούσα. Άρχισα να ιδρώνω και να ζητώ βοήθεια, αλλά οι άλλοι επιβάτες με πέρασαν για χρήστη ναρκωτικών», αφηγείται.
«Μια γυναίκα που είχε διαβήτη στο περιβάλλον της κατάλαβε τι συμβαίνει και με βοήθησε. Με κατέβασαν στο Θησείο και μου έφερε πορτοκαλάδα και ζελεδάκια», λέει.
«Αντιμετώπιση στερεοτύπων»
Σε ερώτησή μας σχετικά με την εκπαίδευση της κοινωνίας για τον διαβήτη, η κυρία Σουλιώτη τονίζει: «Η εκπαίδευση είναι ελλιπής. Ωστόσο, οι Σύλλογοι προσπαθούν να ενημερώσουν το κοινό. Όταν ακούγεται η λέξη “διαβήτης”, πολλοί πιστεύουν ότι αυτό σημαίνει ότι ο πάσχων δεν μπορεί να φάει γλυκό, και ότι πρόκειται για παχύσαρκο άτομο. Αυτά είναι στερεότυπα που προσπαθούμε να καταρρίψουμε».
«Η καθημερινότητα των διαβητικών»
«Κάθε τρόφιμο μετατρέπεται σε γλυκόζη στον οργανισμό μας. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πόση ινσουλίνη χρειάζεται ο κάθε ασθενής για να ρυθμίσει το σάκχαρο του», εξηγεί η κυρία Σουλιώτη. «Η διαδικασία αυτή είναι εξατομικευμένη και απαιτεί συνεχείς υπολογισμούς».
«Πρέπει να κάνουμε χιλιάδες αποφάσεις καθημερινά. Γινόμαστε μαθηματικοί και γιατροί, αρκεί να έχουμε την κατάλληλη εκπαίδευση και γνώση», προσθέτει.
«Κρατική υποστήριξη και φαρμακευτική κάλυψη»
Σχετικά με την υποστήριξη του κράτους, η κυρία Σουλιώτη αναφέρει: «Υπάρχει το προνοιακό επίδομα των 338 ευρώ το μήνα, αλλά μόνο για ανασφάλιστους ασθενείς. Ο ΕΟΠΥΥ καλύπτει όλα τα αναλώσιμα για τους διαβητικούς τύπου 1, αλλά οι ανασφάλιστοι δεν έχουν πρόσβαση σε αυτά και πρέπει να τα πληρώνουν από την τσέπη τους».
«Οι ανασφάλιστοι μπορούν να κάνουν εξετάσεις δωρεάν σε δημόσιες δομές, αλλά το υλικό που παρέχεται δεν είναι πάντα αξιόπιστο», προσθέτει.
«Ελλείψεις φαρμάκων και αλληλεγγύη»
Η κυρία Σουλιώτη αναφέρεται στις ελλείψεις φαρμάκων, όπως το Ozempic: «Οι ελλείψεις δημιουργούν αναστάτωση στους ασθενείς. Πολλοί αναγκάζονται να αλλάξουν φαρμακευτική αγωγή, και αυτό επηρεάζει την ψυχολογία τους, καθώς πρέπει να μάθουν για τις παρενέργειες και να εμπιστευτούν το νέο φάρμακο».
«Η αλληλεγγύη είναι σημαντική στην κοινότητα των διαβητικών, καθώς πολλές φορές αναζητούμε βοήθεια μεταξύ μας για να καλύψουμε ελλείψεις», καταλήγει.
«Αίτημα για ίσες ευκαιρίες»
Τέλος, η κυρία Σουλιώτη τονίζει ότι ο Σύλλογος Διαβητικών Αθηνών ζητά από το κράτος να ενισχύσει τα διαβητολογικά κέντρα και να διασφαλίσει ότι όλοι οι ασθενείς έχουν πρόσβαση σε κατάλληλη φροντίδα, ανεξάρτητα από την τοποθεσία τους. «Πρέπει να υπάρχει επαρκής στελέχωση με εξειδικευμένους γιατρούς και νοσηλευτές, ώστε όλοι να απολαμβάνουν ίσες ευκαιρίες πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη», καταλήγει.