Ο «Επιτάφιος», η «Ρωμιοσύνη», η «Σονάτα υπό το Σεληνόφως», η «Εαρινή Συμφωνία» και το «Ημερολόγιο μιας εβδομάδας» είναι μερικά από τα εμβληματικά έργα του Γιάννη Ρίτσου. Χθες συμπληρώθηκαν 34 χρόνια από την ημέρα που ο σπουδαίος ποιητής της Ρωμιοσύνης έφυγε από τη ζωή.
Η ζωή του Γιάννη Ρίτσου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις ιστορικές στιγμές της Ελλάδας. Η πορεία του διαπλέκεται με περιόδους σκοτεινές και δύσκολες, αλλά και με στιγμές ψυχικής και ηθικής ανόρθωσης. Κοινωνικοί αγώνες, πόλεμος, αντίσταση, κατοχή και δικτατορία είναι μερικά από τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή του, κάνοντάς την ένα ζωντανό μάθημα ιστορίας. Ίσως γι’ αυτό η Ρωμιοσύνη ταυτίστηκε τόσο πολύ με το έργο του.
«Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακά σκουριά δεν πιάνει»
Γεννημένος την Πρωτομαγιά του 1909, ο Γιάννης Ρίτσος ήρθε στον κόσμο σε μια ημέρα που φέρνει στο νου την αναγέννηση και την ελπίδα. Αν και η οικογένειά του δεν αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα, η πτώχευση του πατέρα του, όταν ο Ρίτσος ήταν ακόμα στο Γυμνάσιο, τον υποχρέωσε να εργαστεί για να συντηρήσει τον εαυτό του.
Το 1927, μια σοβαρή περιπέτεια υγείας τον οδήγησε στο σανατόριο «Σωτηρία», όπου παρέμεινε για τρία χρόνια. Εκεί, ήρθε σε επαφή με τη Μαρία Πολυδούρη και με διανοούμενους της εποχής, γεγονός που άλλαξε τη ζωή του και τον επηρέασε βαθιά.
Στο σανατόριο, ο Ρίτσος άρχισε να γράφει ποιήματα και να συμμετέχει ενεργά στους πολιτικούς και κοινωνικούς κύκλους. Έγινε μέλος του ΚΚΕ και άρχισε να δημοσιεύει άρθρα στον «Ριζοσπάστη». Η μεγάλη καπνεργατική απεργία της 9ης Μαΐου 1936 στη Θεσσαλονίκη τον συγκλόνισε, και μετά την εικόνα μιας μάνας να θρηνεί το νεκρό παιδί της, έγραψε τον «Επιτάφιο», κερδίζοντας αναγνώριση αλλά και την προσοχή των Αρχών.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αν και βρισκόταν σε κατάσταση αδυναμίας, συμμετείχε ενεργά στο μορφωτικό τμήμα του ΕΑΜ. Το 1945, έγραψε τη «Ρωμιοσύνη». Στον εμφύλιο πόλεμο, εξορίστηκε σε διάφορες περιοχές, όπως η Λήμνος και η Μακρόνησος. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, παντρεύτηκε την παιδίατρο Φηλίτσα Γεωργιάδου και απέκτησε μία κόρη, την Έρη.
Κατά τη διάρκεια της χούντας, συνελήφθη κατά την πρώτη ημέρα του πραξικοπήματος και κρατήθηκε στον Ιππόδρομο του Φαλήρου. Αργότερα εξορίστηκε στη Γυάρο και στη Λέρο. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα το 1970, του ζητήθηκε να μην ασκεί κριτική στην κυβέρνηση, κάτι που φυσικά αρνήθηκε. Εξορίστηκε ξανά στη Σάμο, αλλά η υγεία του επιδεινώθηκε και σύντομα επέστρεψε στην Αθήνα. Στην Εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973, συμμετείχε ενεργά, παρόλο που οι συνθήκες ήταν επικίνδυνες.
«Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας»
Όταν οι φοιτητές κατέλαβαν το Πολυτεχνείο, πολλοί Αθηναίοι έσπευσαν να τους δείξουν αλληλεγγύη. Κάποιοι κατάφεραν να φτάσουν στο Ίδρυμα, ενώ άλλοι αντιμετώπισαν τις αστυνομικές δυνάμεις. Οι φοιτητές, σε απάντηση της βίας, οργάνωναν πορείες για να επιστρέψουν στο ΕΜΠ με περισσότερους υποστηρικτές.
Ο Γιάννης Ρίτσος συμμετείχε σε μία από αυτές τις πορείες και, στην πλατεία Κλαυθμώνος, η πορεία τους δέχθηκε επίθεση από την αστυνομία. Ο Ρίτσος κινδύνευσε, αλλά οι αστυνομικοί, αναγνωρίζοντάς τον, δεν τον χτύπησαν. Αργότερα, κρύφτηκε στα γραφεία του εκδοτικού οίκου Κέδρος.
Το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου, ο Ρίτσος βρέθηκε στο σπίτι της εκδότριας Νανάς Καλιανέση, ακούγοντας τον ραδιοφωνικό σταθμό των φοιτητών. Το ξημέρωμα της 17ης Νοεμβρίου, κατά τη διάρκεια της αιματηρής καταστολής της εξέγερσης, ήταν στο σπίτι του, συνεχίζοντας να παρακολουθεί τα γεγονότα. Συγκλονισμένος από την κατάσταση, αποφάσισε να φύγει για τον Κάλαμο, όπου άρχισε να γράφει το «Ημερολόγιο μιας εβδομάδας». Όταν η χούντα έπεσε, στην πρώτη επέτειο της εξέγερσης, ο Ρίτσος βρέθηκε στο Πολυτεχνείο και απήγγειλε το «Σώπα όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες» μπροστά σε πλήθος κόσμου.
«Ημερολόγιο μιας εβδομάδας»
«ΑΘΗΝΑ 16 Νοεμβρίου 1973
Ωραία παιδιά με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια
ωραία παιδιά δικά μας με τη μεγάλη θλίψη των ανδρείων
αψήφιστοι, όρθιοι στα Προπύλαια στον πέτρινο αέρα, έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι
πως μεγαλώνει το μπόι, το βήμα κι η παλάμη του ανθρώπου.
17 Νοεμβρίου
Βαριά σιωπή διάτρητη απ΄τους πυροβολισμούς, πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι,
ποιός θα πει περιμένω μέσα απ το μέσα μαύρο.
Μικροί σχοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια μ΄έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο,
κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί και το μοναχικό σκυλί στ΄ αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω απ΄τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη στις λεωφόρους
πάνω απ΄τα τανκς μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς..
Πως μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε; πως μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;
ΚΑΛΑΜΟΣ 18 Νοεμβρίου
Ηλιόλουστη μέρα. Κάλαμος.
Η θάλασσα, σπουργίτια στον ελαιώνα
Κάλεσμα. Πρόκληση. Κάλλος. Μακρινή προδομένη μακαριότητα
α εσύ δραπέτη λιποτάκτη κρυμμένε ανάμεσα στ΄ αγάλματα, πίσω απ΄τ΄ αγάλματα
μέσα στ΄αγάλματα, αγάλματα κούφια χωρίς χέρια, χωρίς πέος, χωρίς αμπελόφυλλα
αρνήσου, αρνήσου, όχι να ξεχαστείς και να ξεχάσεις το δένδρο το πουλί το γαλάζιο
αμαρτία, αμαρτία, πως μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε εσείς, ο ίδιος ο έρωτας
κι ο έρωτας αμαρτία, Ελένη, Μάρω, Ηλέκτρα, Δήμητρα, παιδιά μας, τα παιδιά μας
πόσες γενιές παιδιά μας σε αδιαίρετο χρόνο χωρίς χρόνο
στα στάχυα και στα σύρματα στη γραφομηχανή, στον τηλεβόα
έρωτές μας, παιδιά μας,σκοτωμένα παιδιά μας, έρωτές μας
Για τίποτε άλλο να μην έχουμε μάτια παρά μόνο για σας. Τιποτ΄άλλο.
Ω! ανήμπορο ποίημα, ανήμπορο, ανήμπορο, ατελέσφορο
επάνω από δύο στίχους σταυρωμένους σταυρώνω τα χέρια και σωπαίνω
βράχος, το μέγα κόκκινο, δεύτερη πόρτα, πέμπτη πόρτα κι η δωδέκατη κλεισμένη
χτύπημα της γροθιάς στον τοίχο χτύπημα της πέτρας στην πέτρα
-μ΄ακούς; άκουσέ με, εγώ σ΄ακούω,
δύο σιωπές κάνουν μια φωνή κι ένα μεγάλο τεντωμένο χέρι.
ΑΘΗΝΑ 19 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
Με τους αγκώνες στηριγμένους στην ποίηση, με τα μάτια κλεισμένα στις παλάμες
ακούω τη φωτιά. Ανεβαίνει. Σκοτωμένοι επί τόπου μπροστά στο παράνομο μικρόφωνο
κι η φωνή τους ακόμα. – Αδέρφια, αδέρφια, πάνω απ΄το αίμα τους, με το αίμα τους
πάνω από την αγρυπνισμένη Αθήνα
Πως μπορείτε λοιπόν; Πως μπορείτε;
20 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
Μάζεψαν τα οδοφράγματα, πλύναν τα αίματα, τα μισά παιδιά πήγαν σχολείο
οι γυναίκες βγήκαν για ψώνια, στη γωνιά ένα καμένο αυτοκίνητο
πλύναν τα ρούχα τ΄απλώσαν στις ταράτσες μυστικά-μυστικά μη φανούνε σαν άλλες σημαίες
κλειστά νοικοκυριά, το κρεμμύδι, η πατάτα, το λάδι
το αλάτι χυμένο στο δρόμο το ίδιο και τ΄αλεύρι,
μες στο ψυγείο το κόκκινο πουλί μ΄όλα του τα φτερά
Απ΄το θάνατο αρχίζουμε – έτσι έλεγε- απ΄το θάνατο αρχίζουμε πάλι
επάνω από τη μεγάλη γκρεμισμένη σκάλα
“τι να κάνουμε -είπε- να ξεχαστούμε; θα ξεχάσουμε πάλι;
Σκεπασμένοι στην τρύπια κουβέρτα ως πάνω στα μάτια
λίγο λίγο θα βγάλεις το ΄να πόδι δοκιμάζοντας τον αέρα τη σιωπή το σκοτάδι
αργότερα τα χέρια, τελευταίο το κεφάλι.
Απέναντι η καρέκλα, τα τσιγάρα τα σπίρτα και το φως κολλημένο στον τοίχο
μια τεράστια κίτρινη αφίσα
Ώρα μεγάλη! ώρα σκληρή! ώρα αδειασμένη απ΄την δειλή μακροθυμία των στίχων
εδώ ό,τι πια θα πει θα ΄ναι το αίμα
Ω! κακόφημη ζωή ληστεμένη.
22 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
Αργά που μεγαλώνει το μαχαίρι, αυτός που σιωπεί
δεν είναι που δεν έχει τίποτα να πει
δεν είναι τα δώδεκα καρφιά στον τοίχο, η ακρίδα στο ποτήρι
είναι που περιμένει να ξεσφίξουν τα σαγόνια του».