Κάθε χρόνο, αυτή την εποχή, είναι συνηθισμένο για τα διεθνή λεξικά και μεγάλα μέσα ενημέρωσης να ανακοινώνουν τη «λέξη της χρονιάς». Για παράδειγμα, το λεξικό της Οξφόρδης έχει αναδείξει φέτος τη φράση «brain rot» (που μεταφράζεται ως «σάπιος εγκέφαλος»). Ο Economist επέλεξε τη λέξη «kakistocracy», ενώ το λεξικό του Κέμπριτζ προτίμησε τη λέξη «manifest». Στην Ελλάδα, με τη συζήτηση γύρω από τη «συναίνεση» να εντείνεται, ίσως θα ήταν σκόπιμο να την ανακηρύξουμε ως λέξη της χρονιάς, καθώς δείχνει να έχει μεγάλη απήχηση στο κοντινό μέλλον.
Ζητώ συναίνεση!
«Ζητώ συναίνεση για το Σύνταγμα» ήταν ο τίτλος που κυριάρχησε στο πρωτοσέλιδο του Βήματος της Κυριακής, αναφερόμενος στις δηλώσεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο συνέδριο της εφημερίδας. Η ίδια έννοια επαναλήφθηκε και κατά τη συνάντησή του με τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, Νίκο Ανδρουλάκη, ο οποίος παρατήρησε ότι η συναίνεση είναι σαν το ταγκό, απαιτεί πάντα δύο.
Και τα κόμματα της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς μιλούν για συναίνεση, προσπαθώντας να δημιουργήσουν έναν προοδευτικό πόλο που θα μπορέσει να αντιπαρατεθεί στην κυρίαρχη Δεξιά. Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση, θα ταίριαζε περισσότερο να μιλήσουμε για συνεργασία.
Μια συναίνεση από τα παλιά
Η έννοια της συναίνεσης δεν είναι νέα στην πολιτική ζωή. Επανέρχεται περιοδικά, όταν οι καιροί το απαιτούν, όπως σε περιόδους πολιτικής απαξίωσης ή μεγάλων αλλαγών. Συνήθως προωθείται από τους έχοντες την εξουσία, με τη λογική ότι «όποιος υποστηρίζει τη συναίνεση είναι υπεύθυνος, ενώ όποιος την απορρίπτει είναι ανεύθυνος» ή, τουλάχιστον, λαϊκιστής.
«Η συναίνεση, σε πρώτο επίπεδο, θεωρείται μια επιθυμητή κατάσταση συνεννόησης μεταξύ πολιτικών κομμάτων σε περιόδους αβεβαιότητας και κρίσεων», εξηγεί ο Κώστας Ελευθερίου, επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. «Σκοπός της είναι να φέρει σταθερότητα. Ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι όταν ο Γιώργος Παπανδρέου μιλούσε για «συναίνεση» το 2010, λίγο πριν η χώρα εισέλθει στα Μνημόνια. Έτσι, μιλάμε για μια στρατηγική επιβίωσης όπου οι πολιτικές δυνάμεις συναντιούνται σε κρίσιμα ζητήματα.»
Εργαλειοποίηση
«Συχνά, η συναίνεση χρησιμοποιείται ως εργαλείο από τους ισχυρούς πολιτικούς παίκτες για να αποδυναμώσουν τους αντιπάλους τους. Είναι η λογική μιας κυβέρνησης που έχει υποστεί απώλειες και επιλέγει να εμπλέξει άλλους για να διαχυθεί η ευθύνη», αναφέρει ο κ. Ελευθερίου. «Ένα αντίστοιχο παράδειγμα είναι η συγκυβέρνηση Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ κατά την περίοδο των Μνημονίων, η οποία ανέλαβε καθήκοντα για να μην επιδεινωθεί η κατάσταση στη χώρα.»
Η συναίνεση, σε περιόδους κρίσης, μπορεί να οδηγήσει στην άνοδο της ακροδεξιάς. Η λογική της συναίνεσης κατά τη διάρκεια των Μνημονίων, που βασίστηκε στο δόγμα ΤΙΝΑ (There is no alternative – Δεν υπάρχει εναλλακτική), οδήγησε πολλούς ψηφοφόρους στην ακροδεξιά, η οποία παρουσιαζόταν ως αντισυστημική.
Γιατί τώρα;
Μέχρι το προηγούμενο καλοκαίρι, η κυβέρνηση δεν έδειχνε διάθεση για συναίνεση. Ωστόσο, τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών και οι επόμενες δημοσκοπήσεις την υποχρέωσαν να επανεξετάσει την κατάσταση. Με τη Νέα Δημοκρατία να προσπαθεί να φτάσει σε ποσοστά που θα έχουν μπροστά τον αριθμό 3, γίνεται κατανοητό γιατί προβάλλεται η συναίνεση από τα κυβερνητικά χείλη.
«Η συναίνεση δεν είναι απαραίτητα κακή. Πολλές φορές είναι αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης. Το ζήτημα είναι το περιεχόμενο της συναίνεσης», τονίζει ο κ. Ελευθερίου. «Μιλάμε για συναίνεση σε θέματα όπως η ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας, για την οποία συμφωνούν οι ψηφοφόροι όλων των κομμάτων; Ή μιλάμε για συναίνεση σε πολιτικές που επιβάλλονται από τα πάνω και αφορούν συγκεκριμένες νεοφιλελεύθερες στρατηγικές;»
Η βάση
«Γι’ αυτό τα ποσοστά της ακροδεξιάς συνεχώς αυξάνονται», τονίζει ο κ. Ελευθερίου, προσθέτοντας ότι «δεν υπάρχει νομιμοποιητική βάση για συναίνεση σε μια κανονική, φιλελεύθερη δημοκρατία, αν δεν υπάρχουν ακραίοι λόγοι, όπως ένας πόλεμος». Αυτό θέτει όρια στην έννοια και τη χρήση της συναίνεσης.
Αν εξετάσουμε το πρόσφατο παρελθόν, η συναίνεση όπως επιχειρείται σήμερα ή έχει λειτουργήσει στο παρελθόν, έχει οδηγήσει στην απαξίωση της πολιτικής και στην απουσία ιδεολογικού διαχωρισμού, καλλιεργώντας την αίσθηση ότι «όλοι είναι ίδιοι». Έτσι, φτάσαμε να μιλάμε για τον καλύτερο διαχειριστή μιας υπάρχουσας κατάστασης, και όχι για τη διεκδίκηση μιας εναλλακτικής πολιτικής.
Η συναίνεση σήμερα
«Εμείς θα συνεχίσουμε την αξιόπιστη και παραγωγική αντιπολίτευση στην Βουλή και στην κοινωνία με προτάσεις. Θα πούμε τα «όχι» που πρέπει να ειπωθούν και τα παραγωγικά «ναι», γιατί πρέπει να υπάρξει πεδίο συναίνεσης με βήματα και από τις δύο πλευρές», δήλωσε ο Νίκος Ανδρουλάκης μετά τη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό.
Αντίθετα, ο Σωκράτης Φάμελλος από τον ΣΥΡΙΖΑ υπογράμμισε ότι «δεν υπάρχει περιθώριο συναίνεσης απέναντι στην ανάλγητη κυβέρνηση Μητσοτάκη», ακολουθώντας τη θέση του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος δήλωσε ότι «το ζητούμενο σήμερα είναι η αντιπολίτευση και όχι η συναίνεση».
Τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησαν τη λογική της συναίνεσης στα εξοπλιστικά, κατά τη διάρκεια της ψήφισης του προϋπολογισμού, ενώ η Νέα Αριστερά καταψήφισε, με τον Αλέξη Χαρίτση να αναφέρει χαρακτηριστικά: «Θα χαλάσουμε το ευχάριστο κλίμα συναίνεσης της κυβέρνησης με το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ».
Η πρόταση της Νέας Αριστεράς για τον Χρήστο Ράμμο ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας κινήθηκε επίσης με διάθεση συναίνεσης, αλλά δεν βρήκε υποστήριξη από ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ. Ο γ.γ. του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας, είχε μιλήσει για τη συναίνεση από τις ευρωεκλογές, καλώντας τον κόσμο να ψηφίσει το κόμμα του, υποστηρίζοντας ότι «περισσότεροι εκπρόσωποι του ΚΚΕ στη Βουλή θα αποκαλύπτουν νέα αντιλαϊκά μέτρα, χαλώντας τη σούπα της συναίνεσης που επιδιώκουν η κυβέρνηση ΝΔ και η βολική για το σύστημα αντιπολίτευση των ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ».