Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις και βρίσκεται «με την πλάτη στον τοίχο», όπως αναφέρουν διεθνή μέσα ενημέρωσης, μετά την γενική απεργία της Τετάρτης που παρέλυσε τη χώρα. Το αυξανόμενο κόστος ζωής στην Ελλάδα έχει προκαλέσει την οργή των πολιτών, κάτι που αρχίζει να αποτυπώνεται και στις δημοσκοπήσεις.
Σημαντική είναι η αναφορά του βρετανικού Guardian, ο οποίος επισημαίνει ότι η φιλοεπιχειρηματική κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δέχεται αυξανόμενες πιέσεις για να αντιμετωπίσει την επιδεινούμενη κρίση του κόστους ζωής. Τα συνδικάτα διεκδικούν αξιοπρεπείς μισθούς, καθώς οι εργαζόμενοι και οι ηγέτες τους κατηγορούν την κυβέρνηση ότι δεν έχει λάβει ουσιαστικά μέτρα για να αντιμετωπίσει τον κλιμακούμενο πληθωρισμό.
«Το κόστος ζωής είναι στα ύψη και οι μισθοί μας στο ναδίρ, ενώ το υψηλό κόστος στέγασης έχει φέρει τους νέους σε τραγική θέση», δήλωσε ο Γιάννης Παναγόπουλος, πρόεδρος της ΓΣΕΕ. Η ΓΣΕΕ κατηγόρησε την κυβέρνηση για την έλλειψη ουσιαστικών μέτρων που θα εξασφάλιζαν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης για τους εργαζόμενους, τονίζοντας ότι οι Έλληνες με χαμηλό εισόδημα αναγκάζονται να επιβιώνουν με έναν κατώτατο μισθό μικρότερο από 900 ευρώ το μήνα, σε μια χώρα με υψηλές τιμές σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες.
Η αντιπολίτευση έχει επανειλημμένα κατηγορήσει την κυβέρνηση ότι οι λιγότερο προνομιούχοι πληρώνουν «βρετανικές τιμές με βουλγαρικούς μισθούς». Ο Μητσοτάκης έχει δεσμευτεί να αυξήσει τον κατώτατο μισθό στα 950 ευρώ, αλλά οι επικρίσεις συνεχίζονται, καθώς πολλοί θεωρούν ότι αυτή η αύξηση δεν είναι επαρκής, δεδομένου του αυξανόμενου κόστους ζωής και της διεύρυνσης του χάσματος πλούτου.
Οι έπαινοι για την οικονομία και η πραγματικότητα για τους Έλληνες
Παρά τις προκλήσεις, η βρετανική εφημερίδα αναγνωρίζει τα επιτεύγματα της ελληνικής οικονομίας, σημειώνοντας ότι οι οίκοι αξιολόγησης έχουν επαινέσει την κυβέρνηση Μητσοτάκη για τις δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις που οδήγησαν στην επιστροφή της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα. Ωστόσο, υπογραμμίζεται ότι η οικονομική ανάκαμψη δεν έχει μεταφραστεί σε βελτίωση της καθημερινότητας των Ελλήνων, οι οποίοι συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν τις συνέπειες των περικοπών και των αυξήσεων φόρων που επιβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Η κατάσταση αυτή έχει προκαλέσει ανησυχία στην κοινωνία, καθώς πολλοί δυσκολεύονται να επιβιώσουν. Σύμφωνα με πολιτικούς αναλυτές, αυτό αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις, οι οποίες δείχνουν μια κυβέρνηση που δεν έχει κατανοήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Η Νέα Δημοκρατία καταγράφει χαμηλές πτήσεις στις δημοσκοπήσεις, με την πλειοψηφία των πολιτών να κρίνει αρνητικά την πολιτική της.
Η διαγραφή Σαμαρά και οι συνέπειές της
Η διαγραφή του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά από τη Νέα Δημοκρατία δεν φαίνεται να προσφέρει λύσεις στην κυβερνητική συνοχή, καθώς η Νέα Δημοκρατία διαθέτει πλέον 155 βουλευτές, μια εύθραυστη ισορροπία ενόψει κρίσιμων ψηφοφοριών, όπως αυτή του προϋπολογισμού.
Η κυβέρνηση δέχεται σφοδρή κριτική από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, με τον ΣΥΡΙΖΑ να χαρακτηρίζει τον προϋπολογισμό «προϋπολογισμό ανισοτήτων και φτώχειας για την πλειοψηφία της κοινωνίας». Το ΠΑΣΟΚ τονίζει ότι δεν απαντά στις συλλογικές ανάγκες της κοινωνίας και προειδοποιεί ότι οι Έλληνες θα πληρώσουν περισσότερους φόρους το 2025 σε σύγκριση με το 2019.
«Ο κ. Χατζηδάκης κατέθεσε έναν προϋπολογισμό φτώχειας και αδιαφορίας για την κοινωνική πλειοψηφία», αναφέρει η Κουμουνδούρου, υπογραμμίζοντας ότι οι συγκρίσεις με το 2019 αποδεικνύουν ότι η Νέα Δημοκρατία παρέλαβε μια οικονομία εκτός μνημονίων και ότι οι πολιτικές της ανακατανέμουν εισοδήματα υπέρ των πλουσίων.
Από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ, αναφέρεται ότι το 2024 οι Έλληνες θα πληρώσουν 15 δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερους φόρους σε σύγκριση με το 2019, ενώ το πραγματικό ΑΕΠ θα έχει αυξηθεί μόλις κατά 10% περίπου.