Ο Αλέξης Ζορμπάς, όπως τον περιγράφει ο Καζαντζάκης, ήταν ένας άνθρωπος που προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα στο πνεύμα και την ύλη. Κατάλαβε γρήγορα ότι το πνεύμα και η ύλη όχι μόνο συνυπάρχουν, αλλά είναι και οι βασικοί παράγοντες της πλήρους ύπαρξης. «Ο Θεός είναι η ακατάλυτη δύναμη που μεταμορφώνει την ύλη σε πνεύμα. Κάθε άνθρωπος έχει μέσα του ένα κομμάτι από αυτή τη θεϊκή δύναμη και γι’ αυτό μπορεί να μετατρέπει το ψωμί, το νερό και το κρέας σε σκέψη και πράξη».
Για να πετύχει κάποιος αυτό, πρέπει να αναζητήσει απαντήσεις. Αυτές οι απαντήσεις, όμως, δεν βρίσκονται στα βιβλία. Είναι κρυμμένες μέσα στη ζωή, την οποία ο άνθρωπος πρέπει να ζήσει με πάθος, χωρίς ελπίδες και φόβους.
Αυτά, σε γενικές γραμμές, αναφέρονται στον Καζαντζακικό Ζορμπά. Υπάρχει, ωστόσο, και μια άλλη εκδοχή του Ζορμπά. Αυτός δεν ήταν Αλέξης, αλλά Γιώργος. Τα ονόματα, όμως, έχουν μικρή σημασία, ειδικά όταν μιλάμε για τον άνθρωπο που ενέπνευσε τον μεγάλο Κρητικό συγγραφέα να γράψει ένα σπουδαίο μυθιστόρημα.
Η ζωή του Γιώργου Ζορμπά
Ο Γιώργος Ζορμπάς γεννήθηκε το 1865 στην Κοζάνη και όχι στην Πιερία, όπως πίστευαν κάποιοι από τους πρώτους ερευνητές της ζωής του. Στο Καταφύγι Κοζάνης υπάρχει καταγραφή της γέννησής του στο Βιβλίο Μητρώου Αρρένων της κοινότητας, που διασώθηκε από την πυρπόληση του χωριού από τους Γερμανούς το 1943.
Η σύγχυση ανάμεσα στην Πιερία και την Κοζάνη προήλθε από το γεγονός ότι ο πατέρας του Γιώργου, ο Φώτης Ζορμπάς, έζησε πολλά χρόνια στον Κολινδρό Πιερίας και εκεί δημιούργησε μια μεγάλη περιουσία.
Ωστόσο, ήρθε σε ρήξη με έναν Τούρκο και για να αποφύγει μια βεντέτα, αποφάσισε να μετακομίσει στην Κοζάνη. Εκεί, παντρεύτηκε την Ευγενία και απέκτησε τέσσερα παιδιά: την Κατερίνα, τον Γιάννη, τον Ξενοφώντα και φυσικά τον Γιώργο.
Όταν ο πατέρας του έφυγε για να μονάσει στο Άγιο Όρος, ο νεαρός Γιώργος ανέλαβε την φροντίδα των αιγοπροβάτων της οικογένειας.
Δυστυχώς, μια ασθένεια αποδεκάτισε το κοπάδι, στερώντας την οικογένεια από μεγάλο μέρος του εισοδήματός της, καθώς τους απέμειναν μόνο κάποια χωράφια.
Μετά από αυτή την οικονομική κρίση, σε ηλικία 22 ετών, ο Γιώργος αποφάσισε να φύγει από την Κοζάνη για να αναζητήσει καλύτερες προοπτικές.
Μετακόμισε στη Χαλκιδική, όπου άκουσε ότι αν δουλέψει στα Μαντεμοχώρια ως μεταλλωρύχος, θα μπορούσε να βγάλει καλά χρήματα.
Ο Ζορμπάς εργάστηκε σε ένα μεταλλείο στη Στρατονίκη, το οποίο εκμεταλλευόταν μια γαλλική εταιρεία, υπό τη διεύθυνση του αρχιεργάτη Γιάννη Καλκούνη. Οι δυο τους έγιναν καλοί φίλοι, μέχρι που ο Ζορμπάς ερωτεύτηκε την 15χρονη κόρη του Καλκούνη.
Η σχέση τους προχώρησε γρήγορα και η κοπέλα έμεινε έγκυος. Ο Καλκούνης εξοργίστηκε και απείλησε τον Ζορμπά. Τότε, εκείνος «έκλεψε» την κόρη του και εγκαταστάθηκαν στο κοντινό Παλαιοχώρι.
Λίγο αργότερα, ο Καλκούνης σκοτώθηκε σε ατύχημα. Ο Ζορμπάς και η Ελένη επέστρεψαν στη Στρατονίκη, όπου ο Ζορμπάς ανέλαβε τη θέση του πεθερού του και απέκτησαν μαζί 12 παιδιά!
Αρχικά, όλα φαίνονταν να πηγαίνουν καλά για τον Ζορμπά, όμως οι πόλεμοι και οι κακουχίες κατέστρεψαν την οικονομία. Τα μεταλλεία έκλεισαν και η σύζυγός του Ελένη πέθανε.
Ο Ζορμπάς προσπαθούσε να σταθεί ξανά στα πόδια του. Μετακόμισε στην Πιερία, όπου ζούσε ο αδερφός του Γιάννης, που ήταν γιατρός, και έκανε διάφορες δουλειές για να συντηρήσει τα παιδιά του.
Όταν οι συνθήκες το επέτρεψαν, ο Γιώργος Ζορμπάς πήγε στο Άγιο Όρος, όπου γνώρισε τον Νίκο Καζαντζάκη. Ο διάσημος Κρητικός συγγραφέας είχε πάει στο Άγιο Όρος με τον Άγγελο Σικελιανό. Ο ποιητής έφυγε γρήγορα, αλλά ο Καζαντζάκης παρέμεινε περισσότερο και έγινε συνέταιρος σε μια επιχείρηση ξυλείας.
Ο Ζορμπάς συμμετείχε και σε αυτή την επιχείρηση, αλλά σύντομα απέτυχε.
Ως άνθρωπος που είχε βιώσει πολλές αποτυχίες, ο Ζορμπάς πρότεινε στον Καζαντζάκη να μην εγκαταλείψουν το όνειρό τους και να πάνε σε ένα λιγνιτωρυχείο κοντά στη Στούπα, στη Μεσσηνιακή Μάνη.
Ο Καζαντζάκης δέχθηκε. Είχε πάει στο Άγιο Όρος για να μελετήσει τη θρησκεία και να βρει το «θεϊκό». Ίσως θεώρησε ότι το βρήκε στον Ζορμπά και τον ακολούθησε για να δει πού θα τους οδηγήσει αυτή η πορεία.
Στη Μεσσηνιακή Μάνη, ο Ζορμπάς πήγε με πέντε από τα παιδιά του και την οικογένεια της κουνιάδας του.
Οι δυο άνδρες προσπάθησαν να χτίσουν την επιχείρησή τους στην Πραστοβά, αλλά απέτυχαν. Αν διαβάσει κανείς το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη, δεν είναι σίγουρο ότι προσπάθησαν αρκετά για να πετύχουν.
Όπως σημειώνει ο ίδιος ο Καζαντζάκης στην «Αναφορά στον Γκρέκο»: «Ο Ζορμπάς και εγώ κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να φτάσουμε γελώντας και παίζοντας στην καταστροφή»!
Η φιλία τους παρέμεινε ισχυρή, και οι δυο τους συνέχισαν το κοινό τους ταξίδι μέχρι τον Καύκασο. Το 1919, ο Καζαντζάκης διορίστηκε γενικός διευθυντής του υπουργείου Περιθάλψεως από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με στόχο τον επαναπατρισμό 150.000 Ποντίων.
Γνώριζε ότι ο Ζορμπάς θα ήταν πολύτιμος σε αυτή την αποστολή. Του έστειλε μια πρόσκληση και ο Ζορμπάς τα παράτησε όλα για να τον ακολουθήσει! Τιφλίδα, Καρς, Κουμπάν, Μπακού, Ερεβάν. Μαζί με τους Πολεμοχαράκη, Γιάννη Κωνστανταράκη και Γιάννη Αγγελάκη κατάφεραν να φέρουν πίσω στην Ελλάδα δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους που έφτιαξαν μια νέα ζωή στη Θράκη και τη Μακεδονία.
Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που συναντήθηκαν. Μετά, οι δρόμοι τους χώρισαν, αλλά διατήρησαν επαφή μέσω αλληλογραφίας.
Ο Γιώργος Ζορμπάς ολοκλήρωσε τη ζωή του στα Σκόπια, όπου πήγε με την κόρη του Κατίνα. Εκεί πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, παντρεύτηκε ξανά, απέκτησε άλλα παιδιά και δούλεψε όσο μπορούσε στις εξορύξεις.
Σε ένα μεταλλείο στη Σερβία, ο Ζορμπάς βρήκε πράσινες πέτρες και τηλεγράφησε στον Καζαντζάκη, ζητώντας του να έρθει να τις δει. Ο συγγραφέας του εξήγησε ότι ήταν απασχολημένος με τα γράμματα και τα ταξίδια στην Ευρώπη.
«Είσαι, και να με συμπαθάς, αφεντικό, καλαμαράς. Μπορούσες και εσύ, κακομοίρη, μια φορά στη ζωή σου να δεις μιαν όμορφη πράσινη πέτρα και δεν την είδες», ήταν η περιπαικτική απάντηση του Ζορμπά.
Στη Σερβία, ο Ζορμπάς έκανε πολλά λεφτά, αλλά τα σπατάλησε όλα σε γλέντια και αγορές, γνωρίζοντας ότι αυτά είναι εφήμερα και δεν είχε πολλά χρόνια ακόμα για να απολαύσει τους κόπους του.
Σε ηλικία 76 ετών, ο Ζορμπάς «κατέρρευσε». Είχε υποστεί πολλές ταλαιπωρίες και οι κακουχίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τον εξάντλησαν. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1941, ο Γιώργης Ζορμπάς, το διονυσιακό alter ego του Νίκου Καζαντζάκη, άφησε την τελευταία του πνοή, χωρίς ποτέ να επισκεφθεί την Κρήτη.
Τα νέα για τον θάνατο του Ζορμπά έφτασαν στον Καζαντζάκη στην Αίγινα. «Στο σπίτι με περίμενε ένα γράμμα με πένθιμο φάκελο· γραμματόσημο σέρβικο, κατάλαβα. Το κρατούσα και το χέρι μου έτρεμε. […] Έκλεισα τα μάτια κι ένιωθα τα δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά μου. […] Τι να κάνω, συλλογίζουμουν όλη τη νύχτα, τι να κάνω για να ξορκίσω το θάνατό του; […] Οι θύμησες πετιούνται, σπρώχνουν η μία την άλλη, και ζώνουν την καρδιά μου· φωνάζουν να μαζέψω τον Ζορμπά και να τον αναστήσω. Αυτό δεν είναι το χρέος της καρδιάς; Γι’ αυτό δεν την έπλασε ο Θεός; Ν’ ανασταίνει τους αγαπημένους; Ανάστησέ τον!», έγραψε ο Καζαντζάκης στην «Αναφορά στον Γκρέκο» και έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα από οποιονδήποτε.
Τον Μάιο του 1943, «γέννησε» τον Αλέξη Ζορμπά, γράφοντας τον «βίο και την πολιτεία» του.
Ο τάφος του Γιώργου Ζορμπά ανακαλύφθηκε πολλά χρόνια αργότερα στο νεκροταφείο «Μπούτελ» των Σκοπίων. Το 1997, ο Μίκης Θεοδωράκης επισκέφθηκε τον τάφο μετά από μια μεγαλειώδη συναυλία του με το έργο του «Ζορμπάς ο Έλληνας», παρουσία του τότε προέδρου της χώρας, Κίρο Γκλιγκόροφ.
Αυτή ήταν η στιγμή που οι περισσότεροι άρχισαν να μαθαίνουν ότι ο Ζορμπάς υπήρξε και, όπως θα έλεγε και ο ίδιος, «μια Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου· ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί, από κεφάλι σε κεφάλι, και φωνάζει: ”Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ, κανένας δεν μπορεί να με σβήσει”»!