Το όνομα του Χιάλμαρ Σαχτ ίσως να είναι άγνωστο στους περισσότερους, ωστόσο η ιστορία που ακολουθεί σχετίζεται άμεσα μαζί του. Ο Σαχτ υπηρέτησε ως ο περιβόητος «τραπεζίτης του Χίτλερ», ένας εξαιρετικά ευφυής άνθρωπος που πάντα κατάφερνε να επιτυγχάνει τους στόχους του, συχνά εις βάρος των άλλων.
Στη δίκη της Νυρεμβέργης, οι Αμερικανοί επιστήμονες, όταν υποβλήθηκαν οι ναζί κατηγορούμενοι σε τεστ IQ, διαπίστωσαν ότι ο Σαχτ πέτυχε 143, το υψηλότερο σκορ ανάμεσα στους 16 που συμμετείχαν.
Ο Αδόλφος Χίτλερ τον διόρισε διοικητή της Reichsbank, όπου ο Σαχτ κατάφερε να επιτύχει εντυπωσιακή ανάπτυξη στη Γερμανία, μετά την τρομακτική ύφεση που ακολούθησε την ήττα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Κατά τη διάρκεια της Ναζιστικής κατοχής της Ευρώπης, ο Σαχτ δημιούργησε τα «Χαρτονομίσματα Πιστωτικών Ταμείων του Ράιχ» (RKKS), γνωστά και ως «μάρκα κατοχής», για να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες των γερμανικών στρατευμάτων. Αυτά τα χαρτονομίσματα χρησιμοποιήθηκαν αρχικά στο Βέλγιο και την Πολωνία, και αργότερα και σε άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.
Πραγματικά, αυτά τα χαρτονομίσματα δεν είχαν καμία αξία. Οι ναζί στρατιώτες συναλλάσσονταν με χαρτονομίσματα που ήταν ισάξια με τις ζωγραφιές ενός παιδιού. Παρά την έλλειψη αξίας τους, η κυκλοφορία τους προκάλεσε πληθωρισμό και άνοιξε το δρόμο για τους μαυραγορίτες. Οι Γερμανοί δεν ήθελαν να αναλάβουν το κόστος της κατοχής και έτσι, σε συνεργασία με τις κατοχικές κυβερνήσεις, δημιούργησαν έναν μηχανισμό ώστε το ελληνικό κράτος να καλύπτει τα έξοδα κατοχής.
Η οικονομική αφαίμαξη ενός λαού
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να παρέχει στους Γερμανούς ένα σημαντικό ποσό ως δάνειο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε εν μέρει για τον πόλεμο στη Βόρεια Αφρική. Με την εγκατάσταση των κατοχικών στρατευμάτων, οι Γερμανοί απαίτησαν από την ελληνική κυβέρνηση να καταβάλει αρχικά 25 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα μηνιαίως, ποσό που αντιστοιχούσε σε 1,5 δισεκατομμύριο δραχμές, για τη συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής.
Στις 14 Μαρτίου 1942, υπεγράφη το κατοχικό δάνειο στη Ρώμη από τους πληρεξούσιους της Ιταλίας και της Γερμανίας. Η συμφωνία ανακοινώθηκε στην Ελλάδα εννέα ημέρες αργότερα και προέβλεπε:
- Μηνιαία καταβολή 1,5 δισ. δραχμών για τα έξοδα κατοχής, κατανεμημένα εξίσου μεταξύ των δύο Δυνάμεων Κατοχής (άρθρο 2).
- Αναλήψεις από την Τράπεζα της Ελλάδος άνω αυτού του ποσού θα χρεώνονται ως δάνειο (άρθρο 3).
- Η αποπληρωμή των δανειακών αναλήψεων θα γινόταν αργότερα (άρθρο 4).
Αυτή η απαίτηση θεωρήθηκε από τους Γερμανούς δίκαιη και συνηθισμένη, σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις που είχαν καθοριστεί από το 1899 έως το 1907. Ωστόσο, ο πληθωρισμός εξανέμισε το ποσό των 1,5 δισ. δραχμών, και η συμφωνία τροποποιήθηκε το 1942, αυξάνοντας το ποσό σε 8 δισ. δραχμές.
Πόσο είναι σήμερα το κατοχικό αναγκαστικό «δάνειο»
Ο Μανώλης Γλέζος στο βιβλίο του «Και ένα μάρκο να ήταν» αναφέρει ότι οι Γερμανοί απομύζησαν τον πλούτο των Ελλήνων, με αποτέλεσμα να διακοπεί η ομαλή λειτουργία της ελληνικής οικονομίας και να προκληθούν πείνα και θάνατος. Το κατοχικό δάνειο αποτελεί ξεχωριστή πτυχή από τις γενικές επανορθώσεις που διεκδικεί η Ελλάδα.
Οι γερμανικές κυβερνήσεις υποστηρίζουν ότι έχουν καταβάλει μεγάλες ποσότητες για επανορθώσεις, αλλά η Ελλάδα εξακολουθεί να διεκδικεί το κατοχικό δάνειο. Το ζήτημα αυτό βρίσκεται σε φάκελο του γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών, με τίτλο «Sonderbevollmächtiger Südost», που συντάχθηκε λίγο πριν την πτώση του ναζιστικού καθεστώτος.
Στις 12 Απριλίου 1945, ο Ξενοφών Ζολώτας αποκάλυψε ότι ο Χίτλερ είχε αναγνωρίσει τα δάνεια της Τράπεζας της Ελλάδος και είχε ξεκινήσει τη διαδικασία αποπληρωμής τους. Το 1944, ο Άγγελος Αγγελόπουλος ανέφερε για πρώτη φορά το ύψος των κατοχικών δανείων, που φτάνει τις 38.000.000 χρυσές λίρες Αγγλίας.
Η πρώτη επίσημη αναφορά στο θέμα έγινε το 1964, αλλά οι Γερμανοί ισχυρίστηκαν ότι η κυβέρνηση Καραμανλή είχε παραιτηθεί από τις αξιώσεις για το κατοχικό δάνειο το 1958. Ωστόσο, δεν βρέθηκαν αποδείξεις για αυτήν την παραίτηση.
Σήμερα, οι εκτιμήσεις για το ποσό που οφείλει η Γερμανία στην Ελλάδα κυμαίνονται από 10,3 δισ. ευρώ έως και μισό τρισ. ευρώ, με τον πρώην υπουργό Οικονομίας Νίκο Χριστοδουλάκη να υπολογίζει το ποσό στα 15 δισ. ευρώ.