Η τεχνητή νοημοσύνη (AI) προκαλεί ριζικές μεταβολές στον τομέα της τεχνολογίας, επηρεάζοντας τα data centers, τα τσιπ και το λογισμικό. Η αγορά της AI αναμένεται να φτάσει το 1 τρισ. δολάρια μέχρι το 2027, καθώς η ζήτηση από επιχειρήσεις και κυβερνήσεις συνεχώς αυξάνεται. Σύμφωνα με την 5η ετήσια Παγκόσμια Έκθεση Τεχνολογίας της Bain & Company, η υιοθέτηση της AI έχει ήδη εκτοξεύσει τη ζήτηση για data centers και επεξεργαστές γραφικών (GPUs).
Η αύξηση της ζήτησης για υποδομές
Η μελέτη της Bain, η οποία δημοσιεύεται και από το ΣΕΠΕ, επισημαίνει ότι η ανάπτυξη της παραγωγικής τεχνητής νοημοσύνης και οι νέες τεχνολογίες που ενισχύουν την αποδοτικότητα δημιουργούν τεράστιες απαιτήσεις για μεγαλύτερη υπολογιστική ισχύ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την εκρηκτική αύξηση του κόστους κατασκευής data centers και την ανάγκη για επενδύσεις σε υποδομές και εξοπλισμό.
Η Bain προβλέπει ότι η δυναμικότητα των data centers θα αυξηθεί, με την ικανότητα τους να φτάνει από 50-200 megawatts σε πάνω από 1 gigawatt. Ως εκ τούτου, το κόστος κατασκευής των data centers, που σήμερα κυμαίνεται από 1 έως 4 δισ. δολάρια, θα μπορούσε να εκτοξευθεί σε 10-25 δισ. δολάρια τα επόμενα πέντε χρόνια.
Αυξημένη ζήτηση για μικροτσίπ
Η ανάγκη για περισσότερα data centers φέρνει επίσης αυξημένη ζήτηση για μονάδες επεξεργασίας γραφικών (GPUs), η οποία μπορεί να ξεπεράσει το 30% μέχρι το 2026. Όπως η πανδημία αύξησε τη ζήτηση για υπολογιστές, έτσι και η ανάγκη για υπολογιστική ισχύ AI θα επηρεάσει τις αλυσίδες εφοδιασμού για τσιπ που χρησιμοποιούνται σε data centers, προσωπικούς υπολογιστές και smartphones.
Ωστόσο, αυτές οι τάσεις, σε συνδυασμό με γεωπολιτικές εντάσεις, ενδέχεται να προκαλέσουν νέες ελλείψεις ημιαγωγών. Εάν η ζήτηση για GPU διπλασιαστεί έως το 2026, οι προμηθευτές θα πρέπει να αυξήσουν την παραγωγή τους, ενώ οι κατασκευαστές τσιπ θα χρειαστεί να τριπλασιάσουν την παραγωγική τους ικανότητα.
Στρατηγικές εξαγορών στην τεχνητή νοημοσύνη
Η αγορά της τεχνητής νοημοσύνης διαμορφώνει το μέλλον του τεχνολογικού τομέα, επηρεάζοντας τις υποδομές, τις αλυσίδες εφοδιασμού και τις στρατηγικές των επιχειρήσεων. Η αυξανόμενη αξία της AI οδηγεί τις εταιρείες σε στρατηγικές εξαγορών που προσφέρουν νέες δυνατότητες και προοπτικές, αντί να επιδιώκουν μεγάλες συγχωνεύσεις.
Η έρευνα της Bain αποκαλύπτει ότι οι ρυθμιστικές προκλήσεις έχουν αναγκάσει τις τεχνολογικές εταιρείες να επαναστατήσουν τη στρατηγική τους στις συγχωνεύσεις και εξαγορές (M&A), προτιμώντας συμφωνίες που τους παρέχουν πρόσβαση σε νέες αγορές και προϊόντα, γνωστές ως “scope deals”.
Από το 2015 έως το 2018, το ποσοστό των scope deals στον τομέα της τεχνολογίας αυξήθηκε από 50% σε 80%, ποσοστό που παρέμεινε σταθερό έκτοτε. Τα τελευταία έξι χρόνια, σχεδόν το 80% όλων των M&A στον τομέα της τεχνολογίας ήταν scope deals, ποσοστό υψηλότερο από άλλους τομείς.
Η επίδραση της AI στην αγορά λογισμικού
Η ανάπτυξη της παραγωγικής τεχνητής νοημοσύνης ασκεί πίεση στις εταιρείες λογισμικού να βελτιώσουν την αποδοτικότητά τους. Σύμφωνα με την έρευνα της Bain, η παραγωγική AI μπορεί να εξοικονομήσει περίπου 10% έως 15% του χρόνου ανάπτυξης λογισμικού σε περισσότερες από 200 εταιρείες από διάφορους τομείς.
Ωστόσο, πολλές επιχειρήσεις δεν εκμεταλλεύονται πλήρως αυτά τα οφέλη. Με την αύξηση του ανταγωνισμού, οι εταιρείες λογισμικού πρέπει να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες των εργαλείων AI για να διατηρήσουν το προβάδισμα τους, απλοποιώντας τις διαδικασίες ανάπτυξης και βελτιώνοντας τη διαχείριση των πόρων τους.
Η επίτευξη αποδοτικότητας άνω του 30% απαιτεί σωστό σχεδιασμό, ταχύτητα και ποιότητα στην εκτέλεση, καθώς και αποτελεσματική διαχείριση του κόστους. Αυτή η πίεση συμβαδίζει με μια γενικότερη επιβράδυνση της αύξησης των εσόδων στον τομέα.
Η ανάλυση της Bain σε περίπου 90 εισηγμένες εταιρείες Software-as-a-Service (SaaS) δείχνει ότι η μέση ετήσια αύξηση των εσόδων μειώθηκε κατά 16% τα τελευταία δύο χρόνια. Ως αντίκτυπο, οι εταιρείες λογισμικού έχουν μειώσει τις δαπάνες τους για πωλήσεις και μάρκετινγκ από το 41% στο 33% των εσόδων τους.
Αντίθετα, οι δαπάνες σε έρευνα και ανάπτυξη (Ε&Α) παρέμειναν σχετικά σταθερές, σημειώνοντας μικρή πτώση από 21% σε 18%. Καθώς η οικονομία επιβραδύνεται, οι επιχειρήσεις καλούνται να βρουν τη σωστή ισορροπία μεταξύ ανάπτυξης και εξοικονόμησης.
Πηγή: ΟΤ