Το κόρνερ είναι ένα σημαντικό στοιχείο του ποδοσφαίρου που έχει τις ρίζες του στον 19ο αιώνα. Πριν από δεκαετίες, σπουδαίοι ποδοσφαιριστές όπως ο Αντρέα Πίρλο, ο Ντέιβιντ Μπέκαμ, ο Σίνισα Μιχαϊλοβιτς, ο Ζουνίνιο Περναμπουκάνο, ο Ρομπέρτο Κάρλος και ο Βασίλης Χατζηπαναγής (μαζί με τον Βασίλη Τσιάρτα) μας προσέφεραν εκπληκτικά χτυπήματα κόρνερ, τα οποία συχνά απειλούσαν άμεσα τον τερματοφύλακα ή ακόμα και κατέληγαν σε γκολ.
Η καθιέρωση του κόρνερ έγινε το 1867 με τον Κανονισμό του Σέφιλντ και το 1872 έγινε αποδεκτό από την Αγγλική Ομοσπονδία, όταν οι κανονισμοί του αθλήματος έγιναν πιο αυστηροί και οργανωμένοι.
Το πρώτο γκολ που σημειώθηκε με απευθείας εκτέλεση κόρνερ καταγράφηκε το 1924, σε έναν αγώνα μεταξύ Ουρουγουάης και Αργεντινής, με σκόρερ τον Αργεντίνο Τσεζάρεο Ονζάρι. Για πολλές δεκαετίες, αυτός ο τύπος γκολ ονομαζόταν Ολυμπιακό γκολ ή Olympico Goal.
Στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων, το πρώτο γκολ που σημειώθηκε με απευθείας κόρνερ έγινε σε αγώνα μεταξύ Κολομβίας και Σοβιετικής Ένωσης, με σκόρερ τον Μάρκος Κολ, ο οποίος κατάφερε να νικήσει τον θρυλικό τερματοφύλακα Λεβ Γιασίν.
Πώς αποκαλείται το κόρνερ στα ελληνικά;
Στην ελληνική γλώσσα, ο όρος για το βρετανικό “corner” είναι «γωνιολάκτισμα», μια μετάφραση που μπορεί να ακούγεται πιο αξιοπρεπής από άλλες μεταφράσεις, όπως αυτή του σάντουιτς, αλλά και πάλι είναι αρκετά περίπλοκη. Αυτή η πληροφορία προέρχεται από δημοσίευμα της Ροδιακής, το οποίο αναφέρεται και σε άλλες λέξεις-δάνεια που έχουν εισχωρήσει στην ελληνική γλώσσα.
Ακολουθούν μερικά παραδείγματα λέξεων που έχουν υιοθετηθεί:
- ομπρέλα = αλεξιβρόχιο
- σέλφι = αυτοφωτογραφία
- ντελίβερι = ταχυδιανομή
- σπρίντερ = ωκυδρόμος
- ρεζερβουάρ = βενζινοδόχος
- μανικιούρ και πεντικιούρ = χειροκομία, ποδοκομία