Στην Κίνα, μια χώρα με 1,4 δισεκατομμύρια ανθρώπους και αυστηρούς περιορισμούς στην οπλοκατοχή, η βία με πυροβόλα όπλα είναι σχεδόν ανύπαρκτη, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και πολλές άλλες δυτικές δημοκρατίες. Ωστόσο, πρόσφατα παρατηρείται ανησυχητική αύξηση των μαζικών δολοφονιών.
Ο φετινός Νοέμβριος έχει χαρακτηριστεί «ματωμένος», καθώς μέσα σε έναν μήνα η χώρα συγκλονίστηκε από τρεις μαζικές επιθέσεις, με συνολικά 43 θύματα και 70 τραυματίες. Οι δράστες των δύο επιθέσεων χρησιμοποίησαν τα αυτοκίνητά τους για να εμβολίσουν ανυποψίαστους πολίτες: ένας 62χρονος επιτέθηκε σε περαστικούς έξω από ένα αθλητικό κέντρο στη νότια Κίνα, ενώ ένας 39χρονος στοχοποίησε μαθητές και γονείς έξω από δημοτικό σχολείο στην κεντρική Κίνα. Στην τρίτη επίθεση, ένας 21χρονος φοιτητής μαχαίρωσε τυχαία άτομα στο Επαγγελματικό Ινστιτούτο Τεχνών και Τεχνολογίας στην επαρχία Τζιανγκσού.
Τα κίνητρα πίσω από αυτές τις επιθέσεις είναι ποικίλα. Ο 62χρονος δράστης προχώρησε στην επίθεση λόγω απογοήτευσης από το πρόσφατο διαζύγιο του και τη διανομή της περιουσίας. Ο 21χρονος φοιτητής ήταν εξοργισμένος από την αποτυχία του να αποκτήσει πτυχίο και τις χαμηλές απολαβές κατά τη διάρκεια της πρακτικής του, ενώ τα κίνητρα του 39χρονου παραμένουν αδιευκρίνιστα. Αυτές οι επιθέσεις δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά, καθώς έχουν προηγηθεί πολλές άλλες επιθέσεις με μαχαίρια σε διάφορες πόλεις, όπως η Σαγκάη και το Πεκίνο, με ορισμένα θύματα να είναι αλλοδαποί.
Οι αναλύσεις της αστυνομίας καταλήγουν σε ένα κοινό συμπέρασμα: οι δράστες εκφράζουν θυμό και απογοήτευση για προσωπικά τους ζητήματα που έχουν κοινωνικοοικονομικές διαστάσεις. Οι ειδικοί αναφέρουν ότι αυτές οι επιθέσεις μπορεί να αποτελούν μια μορφή τυφλής κοινωνικής εκδίκησης, με στόχο να προκαλέσουν πόνο και θύματα σε μια περίοδο αυξανόμενης οικονομικής αβεβαιότητας.
Οι επιθέσεις αυτές στρέφονται συχνά κατά των πιο ανυπεράσπιστων, όπως παιδιά και έφηβοι, κυρίως σε σχολεία και νηπιαγωγεία, γεγονός που έχει προκαλέσει ανησυχία στην κινεζική κοινωνία.
Η κατάσταση αυτή έχει δημιουργήσει έντονες συζητήσεις στα κοινωνικά δίκτυα, με πολλούς γονείς να εκφράζουν φόβο για την ασφάλεια των παιδιών τους και να επικρίνουν τις αρχές ασφαλείας. Η κινεζική κυβέρνηση βρίσκεται υπό πίεση, καθώς η επιβράδυνση της οικονομίας ενδέχεται να εντείνει τη βία, ειδικά μεταξύ των νέων που αντιμετωπίζουν υψηλή ανεργία και οικονομική αβεβαιότητα.
Η κυβέρνηση του Πεκίνου έχει ήδη ξεκινήσει πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της ασφάλειας, με αυξημένη παρουσία αστυνομικών στους δρόμους και φρουρούς στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ έχει δώσει εντολή για αυστηρότερη επιτήρηση της κοινωνίας, με στόχο τη διασφάλιση της κοινωνικής σταθερότητας, που αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα.
Μετά την επίθεση στο αθλητικό κέντρο στο Τζουχάι, μια επιστημονική μελέτη του 2019, που αναλύει 20 μαζικές επιθέσεις, έχει αρχίσει να κυκλοφορεί ευρέως στα κοινωνικά δίκτυα. Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι δεν υπάρχουν εγγενώς βίαια άτομα, αλλά «βίαια πλαίσια», προειδοποιώντας ότι οι περιόδους έξαρσης της βίας δεν πρέπει να θεωρούνται τυχαίες.
Το ΚΚΚ έχει ιδρύσει ένα νέο τμήμα για την παρακολούθηση και αναφορά απογοητευμένων πολιτών, εστιάζοντας σε αυτούς που ανήκουν στην κατηγορία των «τεσσάρων τίποτα και πέντε απογοητεύσεις». Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει άτομα που είναι άγαμα, άτεκνα, άνεργα και χωρίς περιουσία. Οι «πέντε απογοητεύσεις» περιλαμβάνουν οικονομικές αποτυχίες, διαλυμένες σχέσεις και ψυχολογικά προβλήματα.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να αποκρύψει τις βαθύτερες αιτίες της βίας, αποφεύγοντας ανοιχτές συζητήσεις για το θέμα. Πολλές αναρτήσεις σχετικά με τις πρόσφατες επιθέσεις έχουν διαγραφεί από τα κοινωνικά δίκτυα, καθώς και τα λουλούδια και τα σημειώματα που άφησαν οι πολίτες στους τόπους των επιθέσεων.