Οι Αμερικανοί Γερουσιαστές Chris Van Hollen (Δημοκρατικός από το Μέριλαντ) και Lindsey Graham (Ρεπουμπλικανός από τη Νότια Καρολίνα) έχουν απειλήσει με αυστηρές κυρώσεις τον Πρόεδρο της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Οι κυρώσεις αυτές περιλαμβάνουν την απαγόρευση εισόδου του στις Ηνωμένες Πολιτείες και την εις βάθος έρευνα των περιουσιακών του στοιχείων, εάν η Άγκυρα δεν υποχρεώσει τους μαχητές που ελέγχει στη Συρία να συμφωνήσουν σε κατάπαυση του πυρός με τις υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ κουρδικές δυνάμεις στα βορειοανατολικά της χώρας. Η κατάσταση αυτή έχει επιδεινωθεί μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ.
Οι γερουσιαστές Van Hollen και Graham ανέφεραν ότι η Τουρκία «αρνήθηκε να παρατείνει την κατάπαυση του πυρός και να δημιουργήσει αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη, ιδιαίτερα στην πόλη Κομπάνι». Για αυτό το λόγο, σχεδιάζουν να εισαγάγουν νομοθεσία αυτή την εβδομάδα για την επιβολή κυρώσεων κατά της Τουρκίας. Το προτεινόμενο πλαίσιο συνεχίζει τη νομοθεσία του 2019, που είχε οδηγήσει την Τουρκία και τις υποστηριζόμενες από αυτήν δυνάμεις σε κατάπαυση του πυρός με τους Κούρδους. Προβλέπονται κυρώσεις κατά ανώτερων Τούρκων αξιωματούχων, συμπεριλαμβανομένου του Ερντογάν, και κατά βασικών τουρκικών τραπεζών, στρατιωτικών συναλλαγών και ενεργειακών δραστηριοτήτων που υποστηρίζουν τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις.
Το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ θα είναι υποχρεωμένο να επιβάλει κυρώσεις σύμφωνα με τον ομοσπονδιακό νόμο για την απόφαση της Τουρκίας να αποκτήσει το ρωσικό αντιπυραυλικό σύστημα S-400. Επίσης, θα απαγορευτεί η χορήγηση στρατιωτικής βοήθειας από τις ΗΠΑ προς την Τουρκία. Επιπλέον, στον Ερντογάν και την τουρκική ηγεσία θα απαγορευτεί η είσοδος στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ θα διεξαχθεί λεπτομερής έρευνα για τα περιουσιακά στοιχεία του Ερντογάν, λόγω καταγγελιών για διαφθορά.
Οι δύο γερουσιαστές αναγνωρίζουν ότι η Τουρκία έχει «εύλογες ανησυχίες για την ασφάλεια στην περιοχή», αλλά τονίζουν ότι «οι εξελίξεις υπονομεύουν την περιφερειακή ασφάλεια και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να παραμένουν αδρανείς».
«Μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, οι υποστηριζόμενες από την Τουρκία δυνάμεις έχουν αυξήσει τις επιθέσεις κατά των Κούρδων συμμάχων μας στη Συρία, απειλώντας και πάλι την κρίσιμη αποστολή της αποτροπής της επανεμφάνισης του ISIS», επισημαίνουν οι γερουσιαστές.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν περίπου 900 στρατιώτες στη βορειοανατολική Συρία, υποστηρίζοντας τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF) στον αγώνα για την αποτροπή της επανεμφάνισης του ISIS. Από την πλευρά της, η Τουρκία θεωρεί τις κουρδικές οργανώσεις στη Συρία ως τρομοκρατικά παρακλάδια του ΡΚΚ και έχει επανειλημμένα συγκρουστεί με τις ΗΠΑ λόγω της στήριξης που παρέχει η Ουάσινγκτον στους Κούρδους, οι οποίοι έχουν αποδειχθεί ως η πιο αποτελεσματική δύναμη εδάφους στον αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους τα τελευταία χρόνια.
Ο υποστηριζόμενος από την Τουρκία Συριακός Εθνικός Στρατός, μία από τις ένοπλες ομάδες που συμμετείχαν στην ανατροπή του Άσαντ, φέρεται να τερμάτισε τη Δευτέρα εκεχειρία που είχε συμφωνηθεί με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ, η οποία είχε σταματήσει τις συγκρούσεις με τους Κούρδους στην πόλη Μανμπίζ της βόρειας Συρίας.
Η πολιτική που θα ακολουθήσει η νέα κυβέρνηση Τραμπ -που αναλαμβάνει καθήκοντα στις 20 Ιανουαρίου- ως προς τη Συρία παραμένει αβέβαιη. Ο εκλεγμένος πρόεδρος έχει δηλώσει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «δεν πρέπει να έχουν καμία σχέση» με τη Συρία, ενώ κατά την πρώτη θητεία του επιδίωξε να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα που υποστηρίζουν τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις.