Η Γερμανία, παρά την οικονομική της ευμάρεια, βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή, σύμφωνα με δημοσιεύματα από πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Ορισμένοι πιστεύουν ότι η πτώση της Γερμανίας θα έχει σοβαρές επιπτώσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Μια παρηγοριά για τους κατοίκους του Βερολίνου είναι ότι αισθάνονται «φτωχοί, αλλά σέξι», όπως είχε πει ένας πρώην δήμαρχος της πόλης. Ωστόσο, και αυτή η βεβαιότητα αρχίζει να κλονίζεται. Την Κυριακή, ο απερχόμενος ανταποκριτής των Financial Times στη γερμανική πρωτεύουσα δήλωσε ότι το Βερολίνο διανύει μια περίοδο παρακμής και ότι γίνεται «πλούσιο, αλλά βαρετό».
Η εσωστρέφεια της Ευρώπης
Οι Αμερικανοί γνωρίζουν καλά ότι μια μεγάλη δύναμη δέχεται κριτική είτε ηγείται είτε όχι. Η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές του Φεβρουαρίου δεν φαντάζεται τη Γερμανία ως μια «μεγάλη Ελβετία» που επαφίεται μόνο στις εξαγωγές της και αποφεύγει την εμπλοκή σε πολιτικά ζητήματα.
Ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι μόνο η απροθυμία της Γερμανίας να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην Ευρώπη, αλλά και το γεγονός ότι η ίδια η Ευρώπη απομακρύνεται από τον πρωταγωνιστικό της ρόλο και βυθίζεται σε μια άχαρη εσωστρέφεια. Σήμερα, σχεδόν καμία από τις έξι ιδρυτικές χώρες της παλιάς ΕΟΚ δεν διαθέτει μια σταθερή και ισχυρή κυβέρνηση, εκτός από το Λουξεμβούργο, όπου ο χριστιανοδημοκράτης πρωθυπουργός Λυκ Φρίντεν παραμένει στην εξουσία χωρίς προοπτική απομάκρυνσης.
Αναδρομή στη δεκαετία του ’90
Πριν από την Επανένωση το 1990, η Δυτική Γερμανία ήταν μια συμπαθητική χώρα υπό κηδεμονία. Η οικονομική της δύναμη της προσέφερε «ήπια δύναμη», αλλά δεν της επέτρεπε να διαμορφώσει αυτόνομη πολιτική ή να υπερκεράσει τις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία.
Η διχοτόμηση της Γερμανίας ήταν μια ιδιοτροπία της ιστορίας που δεν μπορούσε να διαρκέσει για πάντα. Με τη Συνθήκη «2+4», οι Σύμμαχοι παραιτήθηκαν από τα κυριαρχικά τους δικαιώματα στη γερμανική επικράτεια, και σύντομα οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να ζητούν περισσότερη «ηγεσία» από το Βερολίνο, ακόμα και από προεδρικούς ηγέτες όπως ο Μπιλ Κλίντον.
Η γερμανική «ηγεσία» στην Ευρώπη δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ αναγνώρισε ότι «η Γερμανία θα υπηρετεί και τα δικά της συμφέροντα, όπως κάθε άλλη χώρα», κάτι που δεν ενθουσίασε τον τότε Γάλλο πρόεδρο Ζακ Σιράκ. Παρά τις βελτιώσεις που σημειώθηκαν μετά από μια επίσκεψη του Σιράκ στο Πότσνταμ, οι ενστάσεις για τις «αρρυθμίες» του γαλλογερμανικού άξονα συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Στο τέλος της δεκαετίας του ’90, το περιοδικό Economist χαρακτήριζε τη Γερμανία «τον ασθενή της Ευρώπης», που ήθελε αλλά δεν μπορούσε να πρωταγωνιστήσει. Αντίθετα, το 2013, την περιέγραφε ως «τον διστακτικό ηγεμόνα», που μπορεί αλλά δεν θέλει να αναλάβει ευθύνες.
Είναι σαφές ότι η Ευρώπη χρειάζεται μια πιο ισχυρή ηγεσία για να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες προκλήσεις. Το Λουξεμβούργο, αν και μικρό, έχει μεγαλύτερο διεθνές εκτόπισμα από ότι του αναλογεί, όπως δείχνει και η πρόσφατη συμφωνία συνεργασίας της χώρας με τις ΗΠΑ στον τομέα της διαστημικής τεχνολογίας. Η Ευρώπη, για να προχωρήσει, πρέπει να ανακτήσει τον ηγετικό της ρόλο.