Μια σοβαρή πολιτική και οικονομική κρίση έχει επηρεάσει τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης. Ο γαλλογερμανικός άξονας κινδυνεύει να οδηγήσει σε «στάσιμο» τη ζώνη του ευρώ, με τις επιχειρήσεις να ανησυχούν, τους πολίτες να βιώνουν την αβεβαιότητα και τους πολιτικούς να δυσκολεύονται να προσφέρουν λύσεις.
Η κατάσταση στη Γερμανία
Στη Γερμανία, ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς, όπως αναμενόταν, έχασε την ψήφο εμπιστοσύνης, ανοίγοντας το δρόμο για πρόωρες εκλογές που θα διεξαχθούν στις 23 Φεβρουαρίου 2025. Από τις 717 ψήφους που καταμετρήθηκαν, 207 βουλευτές υποστήριξαν τον Σολτς, ενώ 394 τον απέρριψαν και 116 απείχαν.
Η πτώση της κυβέρνησης του Όλαφ Σολτς και η «καυτή πατάτα» που καλείται να διαχειριστεί η νέα κυβέρνηση του Φρανσουά Μπαϊρού.
Έτσι, ο κυβερνητικός συνασπισμός που αποτελούνταν αρχικά από τρία κόμματα κατέρρευσε, αφήνοντας πίσω του ανάμεικτα συναισθήματα. Ο Σολτς φάνηκε ανακουφισμένος από το αποτέλεσμα και αντάλλαξε χειραψία με τον αντικαγκελάριο και υπουργό Οικονομίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ.
Η «βαθιά διαρθρωτική κρίση»
Ο Ρόμπερτ Χάμπεκ, υπουργός και υποψήφιος καγκελάριος των Πρασίνων, υπερασπίστηκε τα επιτεύγματα της κυβέρνησης, επιρρίπτοντας ευθύνες στις προηγούμενες κυβερνήσεις. Προειδοποίησε ότι οι αλλαγές δεν θα είναι άμεσες, ακόμα και μετά τις εκλογές. Περιέγραψε την οικονομική κατάσταση που παρέλαβε ως «δύσκολη κληρονομιά», αναγνωρίζοντας ότι η χώρα αντιμετωπίζει «βαθιά διαρθρωτική κρίση» χωρίς πραγματική ανάπτυξη από το 2018.
Αναλυτές επισημαίνουν ότι η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης πλησιάζει σε ένα σημείο χωρίς επιστροφή, με την παρακμή της να απειλεί να γίνει μη αναστρέψιμη. Μετά από πέντε χρόνια στασιμότητας, η γερμανική οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά 5%. Σύμφωνα με το Bloomberg Economics, το μεγαλύτερο μέρος του ελλείμματος είναι δύσκολο να ανακτηθεί λόγω διαρθρωτικών προβλημάτων, όπως η απώλεια της φθηνής ρωσικής ενέργειας και η πτώση της αυτοκινητοβιομηχανίας, που είναι η ραχοκοκαλιά της γερμανικής οικονομίας.
Η συνολική μείωση της ανταγωνιστικότητας σημαίνει ότι κάθε νοικοκυριό βρίσκεται σε χειρότερη θέση κατά περίπου 2.500 ευρώ ετησίως.
Προοπτικές αλλαγής
Οι πρόωρες εκλογές προσφέρουν μια ευκαιρία για αλλαγή πορείας, σύμφωνα με τους αναλυτές. «Η Γερμανία δεν καταρρέει από τη μια μέρα στην άλλη, γεγονός που καθιστά την κατάσταση τρομακτική», δήλωσε η Amy Webb, διευθύνουσα σύμβουλος του Future Today Institute, το οποίο συμβουλεύει γερμανικές εταιρείες σε στρατηγικά θέματα.
Η Γερμανία χάνει έδαφος λόγω της μετάβασης από το φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο σε εναλλακτικές μορφές ενέργειας. Οι εξαγωγές μειώνονται, καθώς οι επιχειρήσεις περιορίζουν τις εγχώριες επενδύσεις. Καθώς το βιοτικό επίπεδο υποχωρεί, οι ψηφοφόροι αναζητούν υπεύθυνους και οι κοινωνικές εντάσεις αποτρέπουν τους ξένους ταλαντούχους επαγγελματίες, που είναι απαραίτητοι για τη χώρα.
Η συνδυασμένη πίεση της αβεβαιότητας και της δυσαρέσκειας δημιουργεί ένα τοξικό περιβάλλον, με τον κίνδυνο να επεκταθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη, όπως αναφέρει το Bloomberg.
Μια σειρά κακών αποφάσεων, σε συνδυασμό με τις παγκόσμιες γεωπολιτικές εξελίξεις, έχουν διαταράξει το οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας, τη στιγμή που η υπόλοιπη Ευρώπη χρειάζεται τη βιομηχανική της δύναμη για να ανταγωνιστεί την Κίνα και να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που προκύπτουν από τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Η ανάγκη για μεταρρυθμίσεις
Ο Joachim Nagel, πρόεδρος της Bundesbank, δήλωσε ότι η θέση της γερμανικής βιομηχανίας έχει επιδεινωθεί. Οι αναπτυσσόμενες αγορές δεν προσφέρουν την ανάπτυξη που χρειαζόταν στο παρελθόν. Ο Φρίντριχ Μερτς, υποψήφιος καγκελάριος από το κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών, φαίνεται να είναι το φαβορί για να διαδεχθεί τον Σολτς, αλλά οι μεταρρυθμίσεις του ενδέχεται να μην είναι αρκετές για να επαναφέρουν την οικονομία σε επίπεδα ευημερίας.
«Τα προβλήματα της Γερμανίας δεν θα εξαφανιστούν από μόνα τους. Η ανασυγκρότηση της οικονομίας και η βελτίωση της παραγωγικότητας απαιτούν άμεση προσοχή», δήλωσε ο Jamie Rush, επικεφαλής Ευρωπαίος οικονομολόγος της Bloomberg.
Ο Μερτς επιδιώκει να επιστρέψει σε πολιτικές που ευνόησαν την μεταπολεμική ανοικοδόμηση, όπως οι χαμηλοί φόροι και ο περιορισμένος ρόλος του κράτους. Ωστόσο, αυτό σημαίνει απροθυμία να χαλαρώσει σημαντικά τους περιορισμούς των δημόσιων δαπανών.
«Δεν χρειαζόμαστε μια κυβέρνηση με χρέη, αλλά μια νέα πολιτική πορεία που να αντιμετωπίζει τη ρίζα των προβλημάτων», δήλωσε ο Μερτς. «Χρειάζονται ριζικές διορθώσεις στις δημόσιες δαπάνες για να υπάρξει αλλαγή». Για να αναζωογονηθεί η ανταγωνιστικότητα, η Γερμανία πρέπει να αυξήσει τις επενδύσεις σε υποδομές και δημόσιες δαπάνες, απαιτώντας πάνω από 1% του ΑΕΠ.
Δημοσιονομική πολιτική και προκλήσεις
Ακόμα και αν η ανάπτυξη ανακάμψει, η χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής φαίνεται απίθανη. Αν και υπάρχουν συζητήσεις για την χαλάρωση των κανόνων που περιορίζουν το νέο χρέος στο 0,35% του ΑΕΠ, μια συνταγματική αλλαγή είναι δύσκολη στο κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο της Γερμανίας.
Η ταχεία αποβιομηχάνιση καθιστά αναγκαία μια βαθιά επανεξέταση της γερμανικής οικονομίας, όπως δήλωσε ο Stefan Koopman, ανώτερος μακροοικονομικός στρατηγικός αναλυτής της Rabobank. «Μέχρι στιγμής, οι ενδείξεις για αυτή τη διαδικασία είναι ελάχιστες», πρόσθεσε.
Ωστόσο, η Γερμανία έχει τη χαμηλότερη αναλογία χρέους από όλες τις χώρες G7, γεγονός που παρέχει περιθώρια για δαπάνες εφόσον υπάρχει πολιτική βούληση. Οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές μπορεί να προσφέρουν κάποια ώθηση, με τους οικονομολόγους να προβλέπουν μια μέτρια ανάκαμψη.
Παρά τα θετικά σημάδια, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν πρέπει να θεωρούν ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι λιγότερο επείγουσες, προειδοποιεί ο Salomon Fiedler, οικονομολόγος της Berenberg.
Η κατάσταση στη Γαλλία
Εν τω μεταξύ, η Γαλλία αντιμετωπίζει τις δικές της προκλήσεις, καθώς η οικονομία της είναι σε κρίση και οι αγορές ανησυχούν μετά την υποβάθμιση της γαλλικής οικονομίας από τον οίκο Moody’s. Η απόδοση των 10ετών γαλλικών ομολόγων αυξήθηκε πάνω από 3% μετά την υποβάθμιση, και οι επενδυτές ανησυχούν για την πολιτική αβεβαιότητα στη χώρα.
Η υποβάθμιση της γαλλικής οικονομίας σε Aa3 από Aa2 προήλθε από την Moody’s, η οποία προειδοποίησε ότι τα γαλλικά δημόσια οικονομικά θα αποδυναμωθούν τα επόμενα χρόνια λόγω της συνεχιζόμενης πολιτικής αστάθειας.
Η κρίση στην Γαλλία
Η αποτυχία της γαλλικής κυβέρνησης να διατηρήσει την εμπιστοσύνη οδήγησε στην ανάδειξη του Φρανσουά Μπαϊρού ως νέου πρωθυπουργού. Ο Μπαρνιέ παραιτήθηκε μετά την ψήφο δυσπιστίας που υπερψηφίστηκε από την Εθνοσυνέλευση, αφήνοντας τον πρόεδρο Μακρόν σε μια δύσκολη θέση, καθώς προσπαθεί να εξασφαλίσει σταθερότητα.
Η Γαλλία βρίσκεται σε οικονομική κρίση και πολιτική πόλωση, αδυνατώντας να ισορροπήσει ανάμεσα σε αυταρχικές πρακτικές και τις ανάγκες της κοινωνίας.
Προϋπολογισμός και προκλήσεις
Η νέα γαλλική κυβέρνηση βρίσκεται υπό πίεση να εξασφαλίσει έγκυρο προϋπολογισμό για το 2025. Η Moody’s αναμένει ότι η κυβέρνηση θα προωθήσει ειδικό νόμο για να διασφαλίσει τη συνέχεια της δημόσιας διοίκησης. Η «καυτή πατάτα» που καλείται να διαχειριστεί η κυβέρνηση Μπαϊρού είναι το χρέος και το έλλειμμα.
Η Moody’s προειδοποιεί ότι είναι πολύ δύσκολο για την επόμενη κυβέρνηση να μειώσει βιώσιμα τα δημοσιονομικά ελλείμματα πέρα από το επόμενο έτος, με αποτέλεσμα οι δημόσιες οικονομίες της Γαλλίας να είναι πιο αδύναμες από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως για τουλάχιστον τρία χρόνια.