Η Γαλλία έχει πλέον νέο πρωθυπουργό, τον Μισέλ Μπαρνιέ, αλλά αυτή η αλλαγή δείχνει ότι ο Εμανουέλ Μακρόν, όταν αποφάσισε να διαλύσει την Εθνοσυνέλευση και να προκηρύξει εκλογές, δεν είχε προνοήσει για το τι θα συνέβαινε αν οι εκλογές δεν πήγαιναν καλά για τον ίδιο.
Φαίνεται ότι η κύρια πρόθεσή του ήταν να εκμεταλλευτεί την άνοδο του ακροδεξιού Εθνικού Συναγερμού, προσπαθώντας να πιέσει τους ψηφοφόρους να στηρίξουν περισσότερο τη δική του παράταξη.
Ωστόσο, μετά τις εκλογές, αναδείχθηκε ένας νέος πολιτικός χάρτης, με το Νέο Λαϊκό Μέτωπο να γίνεται η κυρίαρχη δύναμη και αντίπαλος της ακροδεξιάς. Αυτό υποχρέωσε τον Μακρόν να παραβλέψει βασικές αρχές που υποτίθεται ότι διέπουν την Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία.
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν η πρωτοφανής καθυστέρηση στην επιλογή πρωθυπουργού, καθώς και η απόφασή του να μην διορίσει επικεφαλής του κυβερνητικού σχήματος κάποιον από το Νέο Λαϊκό Μέτωπο, που είχε τις περισσότερες έδρες, αλλά τον Μισέλ Μπαρνιέ.
Ο Μπαρνιέ είναι γνωστός πολιτικός με μακρά πορεία, προερχόμενος από την γκωλική παράδοση και με σημαντική εμπειρία στη διακυβέρνηση της Γαλλίας. Έχει, επίσης, διατελέσει βασικός διαπραγματευτής για το Brexit στην ΕΕ. Είναι ενδιαφέρον ότι ανήκει στους Ρεπουμπλικανούς, που αντιπροσωπεύουν την “κλασική” Δεξιά στη Γαλλία, και έχει στο ιστορικό του συντηρητικές θέσεις, όπως η καταψήφιση της αποποινικοποίησης της ομοφυλοφιλίας όταν ήταν νεαρός βουλευτής.
Με την επιλογή του Μπαρνιέ, ο Μακρόν φαίνεται να επιδιώκει να εξασφαλίσει τη στήριξη της Ακροδεξιάς, δημιουργώντας μια κυβέρνηση με κορμό τη δική του παράταξη και τους Ρεπουμπλικανούς, ώστε η Ακροδεξιά να μην μπορεί να προτείνει μομφή κατά της κυβέρνησής του.
Ωστόσο, αυτή η στρατηγική εμπεριέχει μεγάλους πολιτικούς κινδύνους. Αφήνοντας την Αριστερά έξω από τη κυβερνητική διαδικασία, παρά την αναγνώριση της ως πρώτη δύναμη στην Εθνοσυνέλευση, ο Μακρόν καθιστά την Ακροδεξιά μια πραγματική δύναμη που μπορεί να επιβάλει πολιτικές.
Σίγουρα, ο Εθνικός Συναγερμός, με τον επικεφαλής του, Ζορντάν Μπαρντελά, να μην έχει εκφράσει εναντίωση, θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί την κατάσταση για να προωθήσει τις πολιτικές του ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2027, τις οποίες θεωρούν ότι μπορούν να κερδίσουν, ιδιαίτερα καθώς ο Μακρόν δεν θα είναι υποψήφιος λόγω περιορισμού θητειών.
Ως εκ τούτου, η αρχική προσπάθεια του Μακρόν να περιορίσει την άνοδο της Ακροδεξιάς ενδέχεται τελικά να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, δίνοντάς της μεγαλύτερη πολιτική επιρροή από ποτέ, τη στιγμή που η κοινωνική και εκλογική αντίσταση απέναντί της είναι ιδιαίτερα ισχυρή.
Αυτό αφήνει τη Γαλλία σε μια βαθιά πολιτική κρίση, που θα επηρεάσει τις θεσμικές δομές της Πέμπτης Δημοκρατίας, λόγω της απροκάλυπτης συνεργασίας του «Ακραίου Κέντρου» με την παραδοσιακή Ακροδεξιά.