Η πρόσφατη κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία σηματοδοτεί μια σημαντική στιγμή για τη χώρα, η οποία είναι γνωστή για την πολιτική της σταθερότητα. Στην πραγματικότητα, αυτό το φαινόμενο έχει συμβεί μόλις δύο φορές τα τελευταία 75 χρόνια από την ίδρυση του σύγχρονου γερμανικού κράτους.
Η διάλυση του τρικομματικού συνασπισμού του καγκελάριου Όλαφ Σολτς την Τετάρτη (6/11) ήρθε ως αναμενόμενη εξέλιξη για πολλούς, παρομοιάζοντας την κατάσταση με έναν γάμο που τελείωσε μετά από χρόνια τσακωμών. Πολλοί Γερμανοί φαίνεται να υποδέχονται θετικά αυτή την εξέλιξη, καθώς μια πρόσφατη εθνική δημοσκόπηση, όπως αναφέρουν οι New York Times, έδειξε ότι η πλειοψηφία επιθυμούσε να τερματιστεί ο συνασπισμός, γνωστός και ως «φανάρι» λόγω των χρωμάτων των κομμάτων που τον απαρτίζουν: κόκκινο για το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, κίτρινο για τους Ελεύθερους Δημοκράτες και πράσινο για τους Πράσινους. Μόνο το 14% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι εξακολουθεί να έχει εμπιστοσύνη στον συνασπισμό.
Η κατάσταση αυτή έχει προκαλέσει ανησυχία σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο αρχισυντάκτης του Euronews, Claus Strunz, αναφέρει ότι η κατάρρευση της γερμανικής κυβέρνησης αποτελεί «καρδιακή προσβολή» για την Ευρώπη, καθώς η Γερμανία, η πιο ισχυρή και αξιόπιστη δύναμη της ηπείρου, έχει αποδυναμωθεί. Οι Ευρωπαίοι εταίροι, συμπεριλαμβανομένου του εκλεγμένου προεδρικού υποψηφίου Ντόναλντ Τραμπ, αναρωτιούνται αν μπορούν να συνεχίσουν να βασίζονται στον καγκελάριο και την κυβέρνησή του.
Διχασμένη κοινωνία και ευκαιρία για την αντιπολίτευση
Η γερμανική κοινωνία φαίνεται να είναι διχασμένη, παρόμοια με την αμερικανική, όπως έχει φανεί κατά τη διάρκεια των προεκλογικών διαδικασιών. Αυτή η τάση διαίρεσης παρατηρείται σε μεγάλο μέρος του δυτικού κόσμου, και οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις στη Γερμανία είναι έτοιμες να επωφεληθούν από την κατάσταση. Τα κόμματα που δεν συμμετέχουν στην κυβέρνηση αναμένεται να επιδιώξουν καλύτερα αποτελέσματα στις επόμενες εκλογές, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε ένα εντελώς νέο πολιτικό τοπίο στη χώρα, με σημαντικές συνέπειες για την πολιτική επιρροή της Γερμανίας στην Ευρώπη.
Η άνοδος του AfD
Η απομάκρυνση του Κρίστιαν Λίντνερ από την κυβέρνηση φαίνεται να ωφελεί κυρίως την ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD), η οποία έχει ως στόχο τη διάλυση της τρέχουσας κυβέρνησης. Αυτή η εξέλιξη μπορεί να αλλάξει το πολιτικό κλίμα στη Γερμανία και να επηρεάσει τη δημόσια εικόνα της χώρας.
Τι μέλλει γενέσθαι;
Η κατάρρευση του συνασπισμού δεν σημαίνει άμεση κατάρρευση της κυβέρνησης. Ο Όλαφ Σολτς θα παραμείνει καγκελάριος σε κυβέρνηση μειοψηφίας μέχρι το τέλος του έτους και έχει υποσχεθεί να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης στο Κοινοβούλιο στις 15 Ιανουαρίου. Η πιθανότητα να χάσει αυτή την ψηφοφορία είναι μεγάλη, καθώς χωρίς τη στήριξη των Ελεύθερων Δημοκρατών δεν έχει την πλειοψηφία. Σε περίπτωση απώλειας, θα ζητήσει από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να διαλύσει την κυβέρνηση και να προκηρύξει νέες εκλογές, οι οποίες πρέπει να διεξαχθούν εντός 60 ημερών.
Οι εκλογές είναι πιθανό να διεξαχθούν γύρω στις 9 Μαρτίου, ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι θα πρέπει να διαπραγματευτούν με τα κόμματα της αντιπολίτευσης για τη στήριξη νομοσχεδίων τους. Σημαντικά ζητήματα, όπως η στήριξη της Ουκρανίας και η ενίσχυση του στρατού, μπορεί να απαιτήσουν συνεργασία μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης.
Κίνδυνοι και προοπτικές
Η πολιτική αστάθεια που προκύπτει από την κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις για τη Γερμανία και την Ευρώπη. Η κατακερματισμένη πολιτική σκηνή, που απαιτεί πλέον τη συνεργασία τριών κομμάτων, μπορεί να δυσκολέψει τη διακυβέρνηση. Οι πρόσφατες εκλογές σε πολιτείες έδειξαν ότι τόσο η ακροδεξιά όσο και η ακροαριστερά κερδίζουν έδαφος, γεγονός που μπορεί να δημιουργήσει προκλήσεις για τον σχηματισμό μελλοντικών κυβερνητικών συνασπισμών.
Η πίεση από την αντιπολίτευση για πρόωρες εκλογές εντείνεται, καθώς η Γερμανία αντιμετωπίζει κρίσιμες προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής στασιμότητας και της συνέχισης του πολέμου στην Ουκρανία. Ο Όλαφ Σολτς, ωστόσο, φαίνεται να ελπίζει ότι οι Σοσιαλδημοκράτες θα βελτιώσουν τις εκλογικές τους προοπτικές μέχρι τότε.
Η Γερμανία χρειάζεται σαφήνεια στο πολιτικό της μέλλον, και η επόμενη περίοδος αναμένεται να είναι καθοριστική για την κατεύθυνση της χώρας.