Ο Τομά Σανκαρά, γιος γονέων που ήθελαν να τον δουν ιερέα, αποφάσισε να ακολουθήσει έναν διαφορετικό δρόμο και να γίνει στρατιωτικός. Στη συνέχεια, ανέλαβε ηγετική θέση στη χώρα του και επιδίωξε να φέρει μια πραγματική επανάσταση. Ανέτρεψε τις υποδείξεις του ΔΝΤ και την πίεση του χρέους, προχώρησε σε αγροτική μεταρρύθμιση, εφάρμοσε εκτενή προγράμματα εμβολιασμού και αγωνίστηκε για την φύτευση εκατομμυρίων δέντρων προκειμένου να καταπολεμηθεί η ερημοποίηση. Επίσης, εργάστηκε σθεναρά για την ισότητα των γυναικών, απαγόρευσε τον ακρωτηριασμό των γυναικείων γεννητικών οργάνων, τους υποχρεωτικούς γάμους και την πολυγαμία, ενώ έθεσε στο στόχαστρο τη διαφθορά. Ακόμη, άλλαξε το όνομα της χώρας του από «Δημοκρατία του Άνω Βόλτα» σε «Λαϊκή Δημοκρατία της Χώρας των Αδιάφθορων Ανθρώπων», απορρίπτοντας τα προνόμια των αξιωματούχων και αρνούμενος να μετακινείται με πολυτελή αυτοκίνητα.
Η στάση του Σανκαρά, ωστόσο, προκάλεσε αντιδράσεις, κυρίως από τις πρώην αποικιακές δυνάμεις, όπως η Γαλλία, που για πολλές δεκαετίες επιδιώκει να διατηρεί ισχυρή παρουσία στην Αφρική. Αυτή η δυσαρέσκεια οδήγησε στο πραξικόπημα που τον ανέτρεψε, το οποίο εκτιμάται ότι είχε γαλλική ανάμειξη, με αποτέλεσμα να ανατραπούν πολλές από τις πολιτικές του.
Ο Μπλεζ Κομπαορέ, πρώην συνεργάτης του Σανκαρά, ανέλαβε την ηγεσία του πραξικοπήματος και κυβέρνησε τη χώρα μέχρι το 2014, όταν ανατράπηκε από μια μεγάλη λαϊκή εξέγερση και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα. Το 2022, καταδικάστηκε ερήμην για τη δολοφονία του Σανκαρά.
Η δολοφονία του Τομά Σανκαρά στις 15 Οκτωβρίου 1987, σε ηλικία μόλις 38 ετών, έβαλε τέλος στη ζωή του, αλλά δεν σβήνει την απήχηση των ιδεών του. Στην Αφρική, έχει γίνει σύμβολο του Παναφρικανισμού και του αγώνα κατά του ιμπεριαλισμού, με τη μνήμη του να παραμένει ζωντανή και επίκαιρη.
Ο Σανκαρά θεωρείται μία από τις πιο ελπιδοφόρες προσωπικότητες της Αφρικής, με πολλούς να τον συγκρίνουν με τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, λόγω της επαναστατικής του επιμονής. Για πολλούς στην Αφρική, ήταν ο ηγέτης που έδειξε τον δρόμο προς μια εναλλακτική πορεία, απορρίπτοντας τους μηχανισμούς εξάρτησης από τις δυτικές δυνάμεις και την προσπάθεια μίμησης ενός «δυτικού» μοντέλου ανάπτυξης.