Η μελέτη της NASA προειδοποιεί ότι η παγκόσμια ποσότητα γλυκού νερού στη Γη έχει αρχίσει να μειώνεται δραματικά από τον Μάιο του 2014, παραμένοντας σε ανησυχητικά χαμηλά επίπεδα από τότε. Οι ερευνητές εκφράζουν ανησυχίες ότι οι ήπειροι ενδέχεται να εισέρχονται σε μια παρατεταμένη περίοδο ξηρασίας.
Από το 2015 έως το 2023, η μέση ποσότητα γλυκού νερού σε λίμνες, ποτάμια και υπόγεια ύδατα ήταν 1.200 κυβικά χιλιόμετρα μικρότερη από τον μέσο όρο των προηγούμενων δέκα ετών, σύμφωνα με τους ερευνητές της NASA και άλλων οργανισμών, όπως αναφέρεται στην επιθεώρηση Surveys in Geophysics.
Αυτή η απώλεια ισοδυναμεί με περισσότερες από 35.000 φορές την ποσότητα νερού που περιέχει η τεχνητή λίμνη του Μαραθώνα στην Αττική, η οποία έχει όγκο 0,034 κυβικά χιλιόμετρα. Η μελέτη δεν αποδεικνύει άμεσα τη σύνδεση της μείωσης με την κλιματική αλλαγή, αλλά υποδεικνύει ότι υπάρχει πιθανή σχέση μεταξύ τους.
«Δεν θεωρούμε ότι είναι απλή σύμπτωση. Μπορεί να είναι προάγγελος όσων έρχονται», δήλωσε ο Μάθιου Ρόντελ, υδρολόγος του Κέντρου Διαστημικής Πτήσης «Γκόνταρντ» της NASA και μέλος της ερευνητικής ομάδας, σε δελτίο Τύπου της NASA. Η απότομη πτώση των αποθεμάτων γλυκού νερού συνέπεσε με τα εννέα θερμότερα χρόνια που έχουν καταγραφεί ποτέ.
Η αύξηση της κατανάλωσης νερού, λόγω της αστικοποίησης και της επέκτασης των καλλιεργούμενων εκτάσεων, έχει οδηγήσει σε μεγαλύτερη εξάρτηση από τα υπόγεια ύδατα, ειδικά κατά τη διάρκεια ξηρασιών, καθώς αυτά δεν ανανεώνονται με την ίδια ταχύτητα. Οι συνέπειες της μείωσης των διαθέσιμων υδάτων μπορεί να είναι σοβαρές, οδηγώντας σε λιμούς, συγκρούσεις, φτώχεια και επιδημίες σε περιοχές όπου οι πληθυσμοί αναγκάζονται να στραφούν σε μολυσμένες πηγές νερού, όπως αναφέρεται σε φετινή έκθεση του ΟΗΕ.
Βαρυτικές μετρήσεις
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τους αμερικανο-γερμανικούς δορυφόρους GRACE για να παρακολουθήσουν τις μεταβολές στα αποθέματα νερού, οι οποίοι μετρούν μικρές τοπικές διακυμάνσεις στο βαρυτικό πεδίο της Γης, επιτρέποντας τον υπολογισμό της συνολικής ποσότητας νερού στην ξηρά. Η απότομη πτώση των αποθεμάτων ξεκίνησε με μια παρατεταμένη ξηρασία στη βόρεια και κεντρική Βραζιλία, η οποία ακολούθησε από σημαντικές ξηρασίες σε περιοχές όπως η Αυστραλία, η Βόρεια και Νότια Αμερική, η Ευρώπη και η Αφρική.
Από το 2014 έως το 2016, η αύξηση της επιφανειακής θερμοκρασίας στην τροπική ζώνη του Ειρηνικού προκάλεσε ένα έντονο φαινόμενο Ελ Νίνιο, το οποίο επηρέασε τους αεροχειμάρρους και άλλαξε τα μοτίβα βροχοπτώσεων παγκοσμίως. Ωστόσο, ακόμα και μετά την ολοκλήρωση του Ελ Νίνιο, τα αποθέματα γλυκού νερού δεν επανήλθαν στα προηγούμενα επίπεδα.
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι τα 13 από τα 30 χειρότερα κύματα ξηρασίας που έχουν καταγραφεί από τους δορυφόρους GRACE συνέβησαν από τον Ιανουάριο του 2015 και μετά. Αν και η μελέτη δεν επαρκεί για να αποδείξει τη σύνδεση με την κλιματική αλλαγή, οι ερευνητές θεωρούν ότι είναι μια λογική υπόθεση. Η αύξηση της θερμοκρασίας επιτρέπει στον ατμοσφαιρικό αέρα να συγκρατεί περισσότερους υδρατμούς, γεγονός που αυξάνει την πιθανότητα καταρρακτώδους βροχής.
Ωστόσο, όταν αυτές οι βροχές συμβαίνουν μετά από παρατεταμένες περιόδους ξηρασίας, το ξηρό και συμπιεσμένο έδαφος δεν μπορεί να απορροφήσει το νερό γρήγορα. «Το πρόβλημα με τις ακραίες βροχοπτώσεις είναι ότι το νερό κυλά και χάνεται», εξηγεί ο Μάικ Μπισίλοβιτς, μετεωρολόγος του Κέντρου «Γκόνταρντ» της NASA και μέλος της ερευνητικής ομάδας. «Οι υψηλότερες θερμοκρασίες αυξάνουν την εξάτμιση του νερού και την ικανότητα της ατμόσφαιρας να συγκρατεί νερό, γεγονός που οδηγεί σε μεγαλύτερη συχνότητα και ένταση ξηρασιών».