Το σημαντικό πρόβλημα που προκαλεί η βιομηχανία της μόδας στο περιβάλλον έχει αρχίσει να ανησυχεί σοβαρά τις αρχές, και ευτυχώς η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) ανταποκρίνεται. Το κύριο ερώτημα που προκύπτει είναι πώς μπορούμε να μειώσουμε τα απόβλητα και τη ρύπανση που σχετίζονται με την κλωστοϋφαντουργία, καθώς και να εξοικονομήσουμε ενέργεια, νερό και άλλους φυσικούς πόρους που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή ρούχων. Η απάντηση βρίσκεται στη βιωσιμότητα, η οποία ωφελεί τόσο τις επιχειρήσεις όσο και τους καταναλωτές, αλλά και τον πλανήτη μας.
Το ευρωπαϊκό όραμα για το 2030
Σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα της ΕΕ, η ένωση έχει αναπτύξει μια στρατηγική για βιώσιμα και κυκλικά κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, με στόχο τη δημιουργία ενός πιο πράσινου τομέα κλωστοϋφαντουργίας. Αυτό περιλαμβάνει σημαντικές αλλαγές στη βιομηχανία και στις αγοραστικές συνήθειες των καταναλωτών, με σκοπό τη δημιουργία ενός νέου βιώσιμου οικοσυστήματος για τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα έως το τέλος της δεκαετίας.
Η νέα αυτή προσέγγιση εξετάζει ολόκληρο τον κύκλο ζωής των προϊόντων και προτείνει δράσεις που θα αλλάξουν τον τρόπο παραγωγής και κατανάλωσής τους. Αυτό σημαίνει ότι όλα τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα θα πρέπει να είναι ανθεκτικά, επισκευάσιμα και ανακυκλώσιμα.
Επέκταση της διάρκειας ζωής των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων μέσω νέων απαιτήσεων σχεδιασμού
Είναι εντυπωσιακό ότι το 80% του περιβαλλοντικού αποτυπώματος ενός προϊόντος καθορίζεται κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού του. Γι’ αυτόν τον λόγο, η ΕΕ θα εισάγει νέες απαιτήσεις σχεδίασης για τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, ώστε να διαρκούν περισσότερο, να επισκευάζονται και να ανακυκλώνονται πιο εύκολα. Επιπλέον, θα υπάρξουν νέες απαιτήσεις σχετικά με το ελάχιστο ποσοστό ανακυκλωμένου περιεχομένου που θα πρέπει να έχουν τα προϊόντα μόδας. Στο πλαίσιο αυτό, οι πολίτες της ΕΕ θα ενημερώνονται καλύτερα μέσω ενός ψηφιακού διαβατηρίου προϊόντος που θα βασίζεται σε περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Βελτίωση της κυκλικότητας και μείωση των αποβλήτων
Η γρήγορη μόδα (fast fashion) προάγει την παραγωγή ενδυμάτων μίας χρήσης και την υπερκατανάλωση. Αυτό οδηγεί σε υπερβολικά απόβλητα, πολλά από τα οποία δεν μπορούν να ανακυκλωθούν. Σκεφτείτε ότι στα εργοστάσια παγκοσμίως, το 25-40% των υφασμάτων που χρησιμοποιούνται είτε περισσεύουν είτε καταλήγουν στα σκουπίδια. Επίσης, λόγω των περιορισμένων δυνατοτήτων επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης στην Ευρώπη, ένα μεγάλο ποσοστό των απορριμμάτων ένδυσης εξάγεται στην Αφρική και την Ασία, όπου συχνά καταλήγουν σε χώρους υγειονομικής ταφής και άτυπες ροές αποβλήτων. Σύμφωνα με έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, η ποσότητα των μεταχειρισμένων προϊόντων ένδυσης που εξάγονται από την ΕΕ έχει τριπλασιαστεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Έτσι, η ΕΕ στοχεύει να σταματήσει την υπερπαραγωγή και την υπερκατανάλωση ρούχων, εισάγοντας νέα μέτρα που θα αποθαρρύνουν την καταστροφή απούλητων ή επιστρεφόμενων προϊόντων και θα περιορίσουν την εξαγωγή αποβλήτων προϊόντων ένδυσης.
Η ΕΕ έχει ήδη ολοκληρωμένη νομοθεσία για τα απόβλητα, και τώρα θα εστιάσει και στα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, καθώς και στη σπατάλη τροφίμων. Εξετάζει νέους τρόπους για να καταστήσει τους παραγωγούς υπεύθυνους για τα προϊόντα τους και μετά την πώληση, κάτι που αποτελεί αποτελεσματικό εργαλείο, καθώς ενθαρρύνει την παραγωγή προϊόντων που διαρκούν περισσότερο και ανακυκλώνονται στο τέλος της ζωής τους.
Γιατί αναλαμβάνει δράση η ΕΕ;
Η βιομηχανία της μόδας είναι μία από τις λιγότερο βιώσιμες παγκοσμίως. Σύμφωνα με πολλές πηγές, είναι η δεύτερη πιο ρυπογόνος μετά από αυτήν του πετρελαίου, λόγω της υψηλής κατανάλωσης πόρων και της σπατάλης. Από το 2000 έως το 2015, η παραγωγή ενδυμάτων διεθνώς έχει διπλασιαστεί, και αναμένεται ότι η κατανάλωση ρούχων θα υπερδιπλασιαστεί έως το 2030. Πίσω από αυτήν την αύξηση βρίσκεται η γρήγορη μόδα —ένα επιχειρηματικό μοντέλο που επιτρέπει την ταχεία παραγωγή ενδυμάτων που ακολουθούν τις τελευταίες τάσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή υπερβολικών αποβλήτων, πολλά από τα οποία δεν είναι ανακυκλώσιμα, με σοβαρές συνέπειες για το περιβάλλον μας. Αυτή η υπερβολική χρήση πόρων επιδεινώνει την κλιματική αλλαγή, την απώλεια βιοποικιλότητας και τη ρύπανση.