«Από την ελευθερία δεν μπορείς να κόψεις ούτε ένα κομματάκι, γιατί αμέσως όλη η ελευθερία συγκεντρώνεται μέσα σ’ αυτό το κομματάκι», υποστήριζε ο αναρχιστής θεωρητικός Μιχαήλ Μπακούνιν.
Για 28 ολόκληρα χρόνια, στο Βερολίνο, η ελευθερία είχε περιοριστεί σε ένα θλιβερό οικοδόμημα, τα θεμέλια του οποίου ήταν ποτισμένα με το αίμα πολιτών που επιθυμούσαν να ζουν ελεύθερα, να πηγαίνουν όπου ήθελαν, να κάνουν ό,τι ήθελαν, να μιλούν για ό,τι ήθελαν και να εκφράζουν τις απόψεις τους. Αν το ήθελαν.
Το «Τείχος του Βερολίνου», το απόλυτο σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου, αποτέλεσε ένα αγκάθι για τους ελεύθερους ανθρώπους, είτε ζούσαν στο δυτικό τμήμα είτε στο ανατολικό. Όταν, μια ημέρα σαν σήμερα, το τείχος κατέρρευσε, όλοι ονειρεύονταν μια καλύτερη και πιο ελεύθερη ζωή.
Αν αυτή η ζωή τελικά ήρθε ή όχι, είναι μια άλλη ιστορία, μια μεγάλη συζήτηση.
«Αντιφασιστικό προστατευτικό διαχωριστικό»
Η ιστορία του τείχους είναι γνωστή. Όταν φάνηκε ότι η ναζιστική Γερμανία θα ηττηθεί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι σύμμαχοι άρχισαν να μοιράζουν την Ευρώπη σε σφαίρες επιρροής, προκειμένου να αποφευχθεί ένας νέος πόλεμος μεταξύ πρώην συμμάχων.
Από τη μία πλευρά βρισκόταν η Σοβιετική Ένωση και από την άλλη οι ΗΠΑ και η Αγγλία, δηλαδή η «κομμουνιστική» Ανατολή και η «δημοκρατική» Δύση.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, η ηττημένη Γερμανία χωρίστηκε σε τέσσερις ζώνες κατοχής. Οι ΗΠΑ, η Αγγλία και η Γαλλία πήραν από μία ζώνη, ενώ η τελευταία περιήλθε στη Σοβιετική Ένωση.
Αν και το Βερολίνο βρισκόταν στον ανατολικό τομέα, οι σύμμαχοι επιχείρησαν να διατηρήσουν το δυτικό κομμάτι, με αποτέλεσμα η πόλη να χωριστεί στα δύο. Το δυτικό τμήμα διοικούνταν από τους Συμμάχους, ενώ το ανατολικό ανήκε στην ΕΣΣΔ. Έτσι, το δυτικό Βερολίνο έγινε ένα είδος «νησίδας» ανάμεσα σε δύο κόσμους.
Για να κατανοήσει κάποιος την γεωγραφική κατάσταση, αξίζει να σημειωθεί ότι το κέντρο του Βερολίνου απέχει 187 χιλιόμετρα από τα σύνορα Ανατολικής – Δυτικής Γερμανίας, ενώ προς ανατολάς η απόσταση με τα πολωνικά σύνορα ήταν μόλις 82 χιλιόμετρα!
Στην αρχή, οι μετακινήσεις μεταξύ των δύο τμημάτων γίνονταν ελεύθερα. Όποιος ήθελε μπορούσε να ταξιδέψει χωρίς περιορισμούς. Ωστόσο, καθώς η ένταση του Ψυχρού Πολέμου αυξανόταν, άρχισαν να επιβάλλονται περιορισμοί. Αρχικά, εισήχθησαν έλεγχοι, αργότερα τοποθετήθηκαν φράχτες και τελικά αυτοί οι φράχτες ενισχύθηκαν με συρματοπλέγματα.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν, τον Μάρτιο του 1948, οι Σύμμαχοι αποφάσισαν να ενώσουν τους τομείς τους και να δημιουργήσουν την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, συμπεριλαμβάνοντας και το δυτικό τμήμα του Βερολίνου.
Η αντίδραση της ΕΣΣΔ ήταν άμεση. Στις 24 Ιουνίου 1948, επιβλήθηκε χερσαίος αποκλεισμός και στις 30 Νοεμβρίου, η ΕΣΣΔ προχώρησε σε πλήρη διαχωρισμό, τοποθετώντας ξεχωριστή δημοτική αρχή στο ανατολικό τμήμα.
Έτσι, το «Τείχος του Βερολίνου» υπήρχε ήδη, έστω και χωρίς να έχει χτιστεί. Οι κάτοικοι του Ανατολικού Βερολίνου το ένιωθαν έντονα, καθώς αισθάνονταν ότι αυτοί ήταν οι αποκλεισμένοι, όχι οι δυτικοβερολινέζοι.
Στις 7 Οκτωβρίου 1949, ιδρύθηκε η Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία και τρεις ημέρες αργότερα η σοβιετική διοίκηση υποτίθεται ότι παρέδωσε την εξουσία στην κυβέρνηση της νέας χώρας, με πρώτο πρόεδρο τον Βίλχελμ Πικ.
Στις 9 Μαΐου 1955, η Δυτική Γερμανία έγινε μέλος του ΝΑΤΟ, και η ρήξη μεταξύ Ανατολής και Δύσης έγινε οριστική και βαθιά. Ένα χρόνο αργότερα, η ΕΣΣΔ ίδρυσε το «Σύμφωνο της Βαρσοβίας», γνωστό και ως «Συνθήκη Φιλίας, Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας».
Με την ζωή στην Ανατολική Γερμανία να είναι εξαιρετικά δύσκολη, άρχισε να εμφανίζεται ένα κύμα φυγής προς τη Δύση, το οποίο κορυφώθηκε με την εργατική εξέγερση του Ιουνίου του 1953, όπου οι εργάτες ζητούσαν καλύτερους μισθούς και συνθήκες εργασίας.
Τότε, η Ανατολική Γερμανία, σε συνεργασία με την ΕΣΣΔ, αποφάσισε να χτίσει το «αντιφασιστικό προστατευτικό διαχωριστικό», όπως το αποκαλούσαν. Το Τείχος του Βερολίνου άρχισε να χτίζεται την 12η Αυγούστου 1961. Το επόμενο πρωί, οι Βερολινέζοι ξύπνησαν σε μια εντελώς νέα πραγματικότητα.
Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου
Στην αρχή, υπήρχε μόνο συρματόπλεγμα, ενισχυμένο σε ορισμένα σημεία. Όταν διαπιστώθηκε ότι αυτό δεν μπορούσε να εμποδίσει τους Ανατολικογερμανούς να δραπετεύσουν, αποφασίστηκε να κατασκευαστεί ένα τείχος ύψους 2 μέτρων!
Με την πάροδο του χρόνου, το Τείχος του Βερολίνου απέκτησε την τελική του τρομακτική μορφή. Η συνολική του περίμετρος ήταν 155 χλμ, με ηλεκτρική περίφραξη 127,5 χλμ. Υπήρχαν 302 φυλάκια επιτήρησης, 11.000 στρατιώτες σε διαρκή επιφυλακή, με τη βοήθεια σκύλων και συνολικά 55.000 νάρκες τοποθετημένες εντός της περιμέτρου.
Οι Δυτικοί εκμεταλλεύτηκαν πολιτικά το γεγονός αυτό για να μιλήσουν για καταπίεση και ανελευθερία στην ανατολική πλευρά. Ενδεικτικό της πολιτικής πόλωσης είναι ότι κατά την επίσκεψη του Κένεντι στο δυτικό Βερολίνο το 1963, δήλωσε το περίφημο «Ich bin ein Berliner» (Είμαι κι εγώ Βερολινέζος)!
Κατά τη διάρκεια του χρόνου, η ένταση κατά μήκος του τείχους αυξανόταν επικίνδυνα. Συνολικά, 136 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στην προσπάθειά τους να περάσουν από την Ανατολική στη Δυτική πλευρά της πόλης. Το πρώτο θύμα ήταν η 58χρονη νοσοκόμα Ίντα Ζίκμαν, που σκοτώθηκε στις 22 Αυγούστου 1961, προσπαθώντας να διαφύγει στο Δυτικό Βερολίνο, όπου ζούσε η αδελφή της. Το τελευταίο θύμα ήταν ο 33χρονος άνεργος ηλεκτρολόγος Βίνφριντ Φρόιντενμπεργκ, ο οποίος προσπάθησε να περάσει με ένα αυτοσχέδιο αερόστατο, αλλά κατέπεσε και σκοτώθηκε στις 29 Αυγούστου 1989.
Από το 1986 και μετά, φαινόταν ότι το τέλος του τείχους πλησίαζε. Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ηγέτης της ΕΣΣΔ, με τις πολιτικές της «περεστρόικα» και «γκλάσνοστ» έφερνε έναν αέρα ανανέωσης. Το τέλος ήρθε όταν οι σοσιαλιστικές χώρες άρχισαν να ανοίγουν τα σύνορά τους προς τη Δύση. Έτσι, οι Ανατολικογερμανοί περνούσαν στη Δύση μέσω Ουγγαρίας, Πολωνίας ή Τσεχοσλοβακίας. Οι αρχές της Ανατολικής Γερμανίας, βλέποντας τις εξελίξεις, άνοιξαν τα σύνορα και εκεί, καθιστώντας το Τείχος του Βερολίνου άχρηστο.
Στις 8 Νοεμβρίου, υπό την πίεση των κοσμοϊστορικών εξελίξεων, παραιτήθηκε ολόκληρη η κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας. Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 9 Νοεμβρίου, σε ένα κλίμα που θύμιζε γενικευμένο συναγερμό και γιορτή, ο Γκίντερ Σαμπόφσκι, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, έδωσε μια συνέντευξη Τύπου για τις επόμενες κινήσεις του καθεστώτος.
Ανάμεσα στα έγγραφα που είχε μπροστά του, υπήρχε και ένα που αναφερόταν σε ένα νομοσχέδιο για τη δυνατότητα των Ανατολικογερμανών να ταξιδεύουν. Το νομοσχέδιο αυτό δεν είχε εγκριθεί και ήταν ακόμα υπό συζήτηση. Ωστόσο, μέσα στον πανικό, ο Σαμπόφσκι το διάβασε στους δημοσιογράφους. Όταν ρωτήθηκε πότε θα τεθεί σε εφαρμογή, απάντησε αμήχανα ότι «Αυτή η ρύθμιση τίθεται σε εφαρμογή… απ’ όσο ξέρω… αμέσως, χωρίς καθυστέρηση»!
Η είδηση διαδόθηκε γρήγορα. Οι Ανατολικοβερολινέζοι, γεμάτοι ενθουσιασμό, έσπευσαν στα σημεία ελέγχου για να περάσουν στο δυτικό τμήμα. Οι συνοριοφύλακες, σοκαρισμένοι, τους ζητούσαν να επιστρέψουν το πρωί. Ωστόσο, λίγες ώρες αργότερα, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στα σημεία ελέγχου, ασκώντας πίεση. Οι επιλογές ήταν δύο: ή θα αντιμετωπίζονταν με βία ή θα άνοιγαν τα σημεία ελέγχου.
Ευτυχώς, η απόφαση ήταν να ανοίξουν τα σημεία ελέγχου. Το πρώτο που άνοιξε ήταν το φυλάκιο Μπόρνχόλμερ Στράσε, και σύντομα άνοιξαν και τα υπόλοιπα. Η ιστορία άλλαζε. Το Τείχος του Βερολίνου, πριν πέσει, άνοιξε κατά λάθος.
Στις επόμενες ημέρες, άνθρωποι και από τις δύο πλευρές άρχισαν να γκρεμίζουν το τείχος με κάθε διαθέσιμο μέσο, γιορτάζοντας την ελευθερία. Έναν χρόνο αργότερα, η Γερμανία επανενώθηκε.