Στις 7 Νοεμβρίου 1938, ο Γερμανοεβραίος Χέρσελ Γκρίνσπαν, που ήταν θυμωμένος με τις σκληρές κακουχίες που είχαν υποστεί οι γονείς του από τους ναζί, εισήλθε στο γραφείο του Έρνστ φομ Ρατ στη Γερμανική πρεσβεία στο Παρίσι και τον εκτέλεσε με έξι σφαίρες.
Η είδηση της δολοφονίας του Ρατ προκάλεσε ικανοποίηση στον Γιόζεφ Γκαίμπελς για δύο λόγους: Πρώτον, δεν είχε κανένα συμπάθεια προς τον Ρατ και δεύτερον, είχε τώρα την ευκαιρία να οργανώσει ένα μεγάλο πογκρόμ κατά των Εβραίων στη Γερμανία.
Δύο μέρες αργότερα, μια πρωτοφανής έκρηξη «λαϊκής οργής», που οργανώθηκε από το ναζιστικό κόμμα, χτύπησε τους Εβραίους της Γερμανίας (και της Αυστρίας) μαζί με τις περιουσίες τους. Αυτή η βία έμεινε στην ιστορία ως «η Νύχτα των Κρυστάλλων».
Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 6 Σεπτεμβρίου 1955, στην Κωνσταντινούπολη, ξέσπασε μια άλλη «Νύχτα των Κρυστάλλων». Αυτή τη φορά, τα θύματα ήταν οι Έλληνες της πόλης, με θύτη το Τουρκικό κράτος, το οποίο χρησιμοποίησε μια μικρή έκρηξη στο σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη ως αφορμή για να προκαλέσει μια καταστροφική κοινωνική αναταραχή.
Οποιοδήποτε όνομα κι αν έδινε κανείς σε αυτό που ακολούθησε, είτε το ονόμαζε «Νύχτα των Κρυστάλλων της Κωνσταντινούπολης» είτε «Σεπτεμβριανά», το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: βία, χάος και θάνατος. Μέχρι εκείνη την ημέρα, η ακμάζουσα ελληνική κοινότητα της πόλης αριθμούσε περίπου 100.000 άτομα. Λίγες ημέρες αργότερα, απέμειναν μόνο 2.000!
«Θάνατος στους γκιαούρηδες»
Στις πρώτες ώρες της 6ης Σεπτεμβρίου 1955, μια αυτοσχέδια βόμβα, μικρής ισχύος, εξερράγη στο Τουρκικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης, που στεγάζονταν στο σπίτι όπου μεγάλωσε ο Κεμάλ Ατατούρκ. Από την έκρηξη δεν υπήρξαν τραυματισμοί, μόνο μερικές μικρές ζημιές. Για την επίθεση συνελήφθη ένας μουσουλμάνος φοιτητής από την Κομοτηνή, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι ήταν θύμα πλεκτάνης από τους Έλληνες.
Οι τουρκικές εφημερίδες εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός και σύμφωνα με κυβερνητικές οδηγίες, αναφέρθηκαν σε μια «τρομακτική έκρηξη που σχεδόν κατεδάφισε το σπίτι του Κεμάλ». Η εφημερίδα «Ισταμπούλ Εξπρές», μάλιστα, δημοσίευσε παραποιημένες φωτογραφίες. Τα ΜΜΕ της Τουρκίας ανέλαβαν να δημιουργήσουν ένα κλίμα έτοιμο για αντιπαράθεση ενώ η «δουλειά» τους ήταν επιτυχής.
Η εφημερίδα Χουριέτ, που αρχικά είχε δημιουργηθεί με βάση ειδήσεις και αθλητικά, ξαφνικά πρόβαλε ανθελληνικές προπαγάνδες. Ο διευθυντής της, Σεντάτ Σιμαβί, άρχισε να παίρνει χρήματα από Βρετανούς, που ήταν φίλοι με την κυβέρνηση του Μεντερές, κατά τη διάρκεια της κρίσης στην Κύπρο. Η εφημερίδα είχε καθημερινά πρωτοσέλιδα κατά των Ελλήνων, κάτι που αύξησε τις πωλήσεις της από 200.000 σε 650.000 φύλλα ημερησίως.
Το σχέδιο προέβλεπε την απελευθέρωση ενός εξαγριωμένου πλήθους. Στις 5 μ.μ. της 6ης Σεπτεμβρίου, 100.000 άτομα ξεκίνησαν να καταστρέφουν ελληνικές περιουσίες στη συνοικία Πέραν, οπλισμένα με τσεκούρια, φτυάρια και άλλα όπλα, φωνάζοντας συνθήματα όπως «Θάνατος στους γκιαούρηδες» και άλλα απειλητικά μηνύματα.
Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της βίας, έως το ξημέρωμα της 7ης Σεπτεμβρίου, η αστυνομία και ο στρατός δεν παρενέβηκαν σύμφωνα με κυβερνητικές εντολές. Μόνο όταν οι Τούρκοι είχαν «εκδικηθεί» το Μεντερές έδωσε εντολή για στρατιωτική επέμβαση. Μάλιστα, ο ίδιος υποστήριξε πως οι υπεύθυνοι για το πογκρόμ ήταν «πεινασμένοι κομμουνιστές», δήλωση που προκάλεσε ειρωνικά σχόλια στην Ευρώπη.
Ο τραγικός απολογισμός και η κατάληξη του Μεντερές
Ο Αντνάν Μεντερές προσπάθησε να δικαιολογήσει τη βία χαρακτηρίζοντάς την ως μια «αυθόρμητη έκφραση πατριωτισμού» και υποστήριξε ότι οι καταστροφές ήταν «παράπλευρες απώλειες». Στην πραγματικότητα, 16 Έλληνες σκοτώθηκαν, 32 τραυματίστηκαν, και πολλές γυναίκες υπήρξαν θύματα βιασμών.
Η βία δεν σταμάτησε εκεί. Ο Τύπος ανέφερε ότι οι εκκλησίες και τα σπίτια των Ελλήνων καταστράφηκαν. Όπως καταγράφηκε, περισσότερα από 4.000 εμπορικά καταστήματα, πάνω από 100 ξενοδοχεία και πολλές εκκλησίες ισοπεδώθηκαν.
Η τύχη του Μεντερές άλλαξε το 1960, όταν ανώτεροι αξιωματούχοι ανέτρεψαν την κυβέρνηση του. Κατηγορήθηκε για διαφθορά και την επίθεση προς τους Έλληνες, και στο τέλος εκτελέστηκε το 1961 με την κατηγορία ότι παραβίασε το Σύνταγμα της χώρας του. Η εκτέλεση έγινε με απαγχονισμό, και οι τελευταίες στιγμές του ήταν σπαρακτικές.